Τί εἶναι ἄσκηση; – Του π. Ευσεβίου Βίττη

Απρ 9, 2023 | Θεολογικά - Πνευματικά

Ἄσκηση εἶναι γι’ αὐτό ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου πού, καταφάσκοντας στό γεγονός τοῦ ἀνακαινισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἀγωνίζεται νά μετατρέψει «τάς δυνάμεις τῆς ψυχῆς δί’ ἐπιπόνου μετανοίας… καί τοιαύτας ἀποτελέσαι, οἴας ἠμίν ἐξ ἀρχῆς δέδωκεν ὁ Θεός τόν Ἀδάμ πλαστουργήσας καί πνοήν ζωῆς ἐμφυσήσας αὐτῶ», λέει ὁ ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθάτος.

(Ἄσκηση εἶναι νά κάνουμε μέ ἐπίπονη καί κουραστική μετάνοια καί ἔντονη προσπάθεια τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μᾶς τέτοιες, ὅπως μᾶς τίς ἔδωσε ὁ Θεός ἀπό τήν ἀρχή δημιουργώντας τόν Ἀδάμ καί ἐμφυσώντας μέσα τοῦ πνοή ζωῆς).

Μέ τήν ἄσκηση, λέει ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος, ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος νά ξαναποκτήσει εὐπρέπεια καί κοσμιότητα τῆς παλιᾶς του εὐγένειας, νά ξαναμορφώσει ὅλα τά χαρακτηριστικά της εἰκόνας ἐκείνου πού ἀρχικά τόν ἔπλασε καθ’ ὁμοιότητά του, ὥστε νά ἑνωθεῖ μαζί του, πού ἀπ’ αὐτόν τόν χώρισε ἡ ἀνομοιότητα τῶν δικῶν τοῦ (τοῦ ἀνθρώπου δηλαδή) χαρακτηριστικῶν.

Ἄσκηση εἶναι ἡ ἑκούσια καί ὁλόψυχη ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς προσκλήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ• «εἰ τίς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοί»
Ἄσκηση εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνοχοποιήσει τόν ἐσωτερικό του κόσμο, γιατί ἡ ἁμαρτία τόν ἔχει διασπάσει καί τόν ὁδήγησε σέ πλῆθος αὐτονομημένων μέσα τοῦ τάσεων καί διαθέσεων. Ἐνῶ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου σημαίνει ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, γιατί ἡ ὑπερήφανη στάση τοῦ ἔναντί του Θεοῦ καί ἡ ἀπολυτοποίηση τοῦ ἐγώ τοῦ τόν καθιστοῦν μισητό καί βδελυκτό στά μάτια τοῦ κάνοντας τόν νά χάνει νά χάνει τελικά τήν θέα καί τήν κοινωνία μαζί του, ἡ ἄσκηση σημαίνει τό ἀντίθετο. Ἀποτελεῖ ταπεινή ἀναγνώριση ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου ὅλης αὐτῆς τῆς ἀνώμαλης καταστάσεώς του καί ἐκδήλωση τῆς διαθέσεώς του νά ὑποταχθεῖ ὁλοκληρωτικά πιά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού θά τόν ὁδηγήσει πάλι στή «θέα» τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο ἄρρητον καί καί ἀπερινόητον καί ἐδῶ στή γῆ ἀκόμα. Καί αὐτό σημαίνει ἐπανάληψη τῆς βαθειᾶς καί ἄρρητα μακάριας κοινωνίας μαζί του.

Ἡ ἄσκηση δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς αὐτοτιμωρία καί αὐτοβασανισμός μαζοχιστικοῦ τύπου, ὥστε διά μέσου του νά ἐξιλεωθεῖ ὁ Θεός καί νά ἀλλάξει ἔτσι γνώμη καί διάθεση ἔναντί του ἀσκούμενου. Μία τέτοια ἀντίληψη θά ἦταν καθαρά νομική καί δικανική, γιατί θά θεωροῦσε τήν ἄσκηση ἱκανή νά ἐπανορθώσει μόνη της ὅ,τι ἀνεπανόρθωτο ἔκανε ὁ ἄνθρωπος πάνω στήν ἀφροσύνη του. Ἡ ἄσκηση μ’ αὐτήν τήν ἀντίληψη θά ἀποκτοῦσε «αὐτοσωτηριωτικό», χαρακτήρα, ξένον ἐντελῶς πρός τήν σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τή μεγαλειώδη «ὑπέρ νοῦν» συγκατάβασή του «μέχρι τῆς ἐσχατιᾶς ἠμῶν» διά τῆς ἐνανθρωπήσεως.

Ὁ Θεός εἶναι ἀμετάβλητος. Δέν ἀλλάζει γνώμη. Τά δῶρα τοῦ εἶναι «ἀμεταμέλητα».
Δέν μετανιώνει ὁ θεός γιά ὅ,τι ἔκανε καί γιά τό ὅπως τό ἔκανε. Μεταβλητή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση καί μάλιστα «ἐπί τά χείρω», πρός τό χειρότερο, ὅπως τό μαρτυρεῖ καί ἡ τραγική της πτώση. Θέλοντας τήν ἀνεξαρτησία τῆς ἀρνήθηκε τόν Θεό. Καί ἐνῶ δέν παύει νά «ὑπάρχει» ὁ ἄνθρωπος ἀρνούμενος τόν Θεό, ἀποξενώνεται διά τῆς ἁμαρτίας ἀπό κάθε μετοχή στή θεία ζωή καί χωρίζεται ἀπ’ αὐτήν μέ τήν παρεμβολή ὁλόκληρης ἀβύσσου πού εἶναι ἡ παρακοή καί ἡ αὐτονομία του. Ἡ ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία πάσχει ὁ ἄνθρωπος, δέν εἶναι παρά βαρειά ἀρρώστια, ἀθεράπευτη δέ, πού διαβιβάζεται ἀπό τόν Ἀδάμ καί πέρα στή φύση μέ διαρκές χαρακτηριστικό της τήν ἀνυπακοή στό θεῖο θέλημα, μέ παραγνώριση τοῦ Θεοῦ, πού φτάνει στίς πιό ἀκραῖες περιπτώσεις σέ ἐνεργητική ἀθεΐα καί ἀπιστία, σέ λυσσαλέο πόλεμο ἐναντίον του.

Ἡ θεία ἀγάπη βέβαια δέν μένει ἀπαθής. Προσπαθεῖ ὄχι νά προβεῖ σέ νομική ἀποκατάσταση καί δικαίωση τῶν ἀνθρώπων ἐξωτερικά καί μηχανικά, ἀλλά μέ ἀνάπλαση τῆς παλαιᾶς καί διεφθαρμένης φύσεώς του σέ «καινόν ἄνθρωπον» «κατά Θεόν κτισθέντα». Καί ἡ ἀνάπλαση αὐτή καί ἀνακαίνιση γίνεται μέ ἐγωκεντρισμό τοῦ ἀνθρώπου στή φύση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, μέ μετοχή στή ζωή της, ἀφοῦ μυστηριακά ἔγινε καί ἡ μετοχή στόν «ἀδικώτατον» θάνατό του. Δέν παύει ὅμως παρόλα αὐτά νά ἀποτελεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση τόν «χῶρο», μέσα στόν ὁποῖο θά δοκιμασθείοχι ἁπλῶς μία φορά, ἀλλά διαρκῶς, ὅσο ζεῖ στόν κόσμο αὐτό, ἡ ἐλεθερία του καί ἡ ἐν σχέση του μέ τόν Θεό, ὥστε νά μήν ἀποτελεῖ ἡ «καινότης» τῆς φύσεώς του αὐθαίρετη καί μονομερῆ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καρπό συνεργισμοῦ, γιατί αὐτό εἶναι ἀπό τήν ἀρχή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς δημιουργοῦ του ἀνθρώπου. Καί ἐνῶ καί πάλι εἶναι δυνατόν νά ἀντιδράσει ὁ ἄνθρωπος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί νά ξεπεράσει καί ἀπό τή νέα του κατάσταση, γιατί πώς ἀλλιῶς θά ἦταν ἐλεύθερος, ὅμως ὑπάρχει μία τεράστια διαφορά ἀπό τήν προπτωτική του κατάσταση. Τότε ἔπεσε χωρίς τή δυνατότητα ἀνεγέρσεώς του. Τώρα πέφτει γιά τόν ἅ ἤ β λόγο, ἀλλά ὅσο κι ἄν πέσει, ὅσο χαμηλά καί ἄν καταντήσει, μπορεῖ νά ἀνορθωθεῖ καί νά ἀναγεννηθεῖ, νά ἑνωθεῖ καί πάλι μέ τόν Θεό, ἀπό τοῦ ὁποίου «τῆς χάριτος ἐξέπεσε».

Ἔρχεται λοιπόν στό σημεῖο αὐτό ἡ ἄσκηση τόσο ὡς συνειδητή πιά καί ἐλεύθερη ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ σκοπό τήν ἀντίσταση στή φυσική (διά)φθορά του, ὅσο καί ὡς συνειδητοποίηση τοῦ πόσο τραγικά φοβερή εἶναι ἡ πτώση καί οἱ συνέπειές της στήν ἐσωτερική ζωή καί ὁλοκληρία. Συνειδητοποιεῖ ἀκόμη τήν ἐσωτερική του ἀντινομία καί ἀκηδία, μέ τήν ὁποία μπορεῖ ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη νά πέσει. Καί ἐνῶ μέ συγκινητικές καί ἱερές ἐξάρσεις πού καταπλήσσουν καί συγκλονίζουν κάποιους ἄλλους μπορεῖ νά ὁμολογεῖ ἀφιέρωση καί ἀφοσίωση στόν Θεό, μπορεῖ νά πέφτει μέ μανία ἀσυγκράτητη, ὄχι δέ σπάνια μέ ἀληθινή λύσσα, στή ζωή τῆς ἁμαρτίας καί στήν ὑποδούλωση τῆς σάρκας. Ὅποτε γίνεται ὁ «κατά φύσιν» καί «καινός ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος» πάλι «παλαιός»!

Εἶναι ὁμολογουμένως ἕνα ἀπό τά πιό τραγικά ἀνθρωπολογικά «ἄπορα» αὐτός ὁ ἐσωτερικός ἀντινομισμός τοῦ ἀνθρώπου, πώς ἐχθρός καί ἀντίπαλός του ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος διχασμένος καί διχοτομημένος σέ σημεῖο πού νά κάνει ὅ,τι δέν θέλει καί νά ἐνεργεῖ ὅ,τι μισεῖ, πώς φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι «αὐτός» καί «οὐκ αὐτός», νά ἀνακαλύπτει μέσα τοῦ τήν ἐπαναστατημένη καί αὐτονομημένη τοῦ «σάρκα», τήν ἴδια τοῦ τή φύση πού ἀρνεῖται καί τήν ἴδια τοῦ τή νέα κατάσταση καί κάθε ὑποταγή στό θεῖο θέλημα. Εἶναι παραστατικώτατη πραγματικά ἡ ρήση τοῦ μεγάλου γνώστη τῆς ἀνθρώπινης ψυχολογίας Ἰωάννου τῆς Κλίμακος γιά τήν περίπτωση αὐτή. «Τήν ἐμήν καί οὐκ ἐμήν ἐχθρᾶν φίλην σάρκα, Παῦλος μέν θάνατον προσηγόρευσε… ἕτερος δέ τίς θεολόγος ἐμπαθῆ καί δούλην νυκτερινήν. Εἰ δέ θάνατος ἡ σάρξ, ὁ ταύτην νικήσας πάντως οὐκ ἀποθνήσκει». Αὖτος πού νικάει τή σάρκα εἶναι ὁ «ἀσκητής» καί αὐτός ἀναλαβαίνει νά τή «δουλαγωγήσει», δηλαδή νά τήν ὑποτάξει πέρα γιά πέρα καί νά τήν κάνει ὑποχείριά του.

Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος νομίζει πώς εἶναι αὐτό πού εἶναι, μέ τήν ἄσκηση ἀνακαλύπτει πώς δέν εἶναι μόνο αὐτό πού εἶναι, ἀλλά καί κάτι ἄλλο.
Δέν ἐξαντλεῖται ἡ ὕπαρξή του μόνο στή σάρκα του καί στά θελήματά της. Ὅταν ἡ σάρκα αὐτονομηθεῖ καί ἀναχθεῖ σέ ἔσχατο σκοπό, σκοπό καθ’ ἑαυτόν, σέ αὐτοσκοπό, σκοπός τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ της, εἶναι βέβαιο πώς κατάληξή της εἶναι μόνο ὁ θάνατος. Αὐτήν τήν καταλυτική της ἀνθρώπινης ὑπάρξεως διαφθορά, αὐτόν τόν θάνατο ἔρχεται νά καταπολεμίσει ἡ ἄσκηση ἤ, ἴσως ἀκριβέστερα, νά συνειδητοποιήσει ἡ ἄσκηση. Καί ἐπιζητώντας ἡ ἄσκηση «τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί» της κατά τήν διεξαγωγή τῆς συνεργεῖ στό νά φανερώνεται τελικά «ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί της». «Πεθαίνοντας» μέ τήν ἄσκηση αὐτόβουλα ὁ ἄνθρωπος ὡς πρός τήν αὐτονόμησή του καί ὡς πρός τήν ἀνεξαρτησία τοῦ ἔναντί του Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίζει τήν κυριαρχία ἐπάνω του, ἐπάνω στή φύση του, ὁδηγεῖται διά τῆς «ζωοποιοῦ νεκρώσεως» (Νικήτας Στηθάτος) στό «κατά φύσιν ζῆν», στή ἕνωση μέ τόν Θεό, στό «Θεῶ συνεῖναι» «ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος».

Ἔτσι ἡ ἄσκηση ἀποδεικνύεται ἡ πιό ὡραία καί ἡ πιό εὐγενική, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἡ πιό γενναία καί δυναμική ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ὡς συνέργεια πιά μέ τήν θεία χάρη γιά τήν ἐπαναφορά του στό «κατά φύσιν εἶναι» καί ἀπό αὐτό στό «ὑπέρ νοῦν καί κατάληψιν» γιά τόν παραφυσικό ἄνθρωπο «ὑπέρ φύσιν ζῆν καί ὑπάρχειν».

Ἀρχιμ. Εὐσέβιου Βίττη, «Ἡδονή-Ὀδύνη: ὁ διπλός καρπός τῆς αἰσθήσεως»,
ἔκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1990

πηγή

Ανακοινώσεις

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τελευταία Άρθρα

Τι συμβαίνει στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος; Είναι τα πράγματα χειρότερα απ᾽όσο ως απλοί άνθρωποι μπορούμε να φανταστούμε;

Τι συμβαίνει στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος; Είναι τα πράγματα χειρότερα απ᾽όσο ως απλοί άνθρωποι μπορούμε να φανταστούμε;

Ελλάδα 26 Ιανουαρίου 2024 Τι συμβαίνει στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος; Μήπως τα πράγματα...