Η πορεία προς το μαρτύριο ξεκίνησε στις 3 Ιουνίου και την Πέμπτη στις 7 Ιουνίου του 1907, οι δύο εθνομάρτυρες Αγρας και Μίγγας κρεμάστηκαν σε μια καρυδιά.
Ο θάνατός τους, συγκίνησε τον Ελληνισμό. Η κτηνώδης δολοφονία των δύο αγωνιστών, δεν έκαμψε το φρόνημα των Ελλήνων στη Μακεδονία. Καινούργιοι εθελοντές έσπευσαν να βοηθήσουν το Μακεδονικό Αγώνα.
Ο Άγρας έδειχνε ανδρεία αλλά και εμπιστοσύνη στον συνάνθρωπο, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί του. Ο θανάτος του Άγρα και του Μίγγα που πήγαιναν για συνεννόηση (αυτό το γνώριζαν όλοι οι ντόπιοι), ζημίωσε τους Βουλγάρους. Έτσι, άρχισαν να διαδίδουν, ότι τους έπιασαν στη μάχη. Δεν έγιναν όμως πιστευτοί.
Λίγες ημέρες μετά το φονικό, ο Πρόξενος μας στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς, θα στείλει ένα τηλεγράφημά προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, που δείχνει το φόβο των Βουλγάρων προς τον Άγρα, αλλά και την ευγένεια της ψυχής του, που επιζητούσε την κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ δύο χριστιανικών λαών!
Γράφει μεταξύ άλλων ο Κορομηλάς: «… Ητο πάντοτε επιφοβώτατος εις τους αντιπάλους του… Επενόησαν λοιπόν να έλθουν προς αυτόν εις διαπραγματεύσεις, υποκρινόμενοι ότι δέχονται συνεννόησιν προς κοινήν δράσιν, δέχονται συμμαχίαν, ίνα παύσωσι πλέον αι των χριστιανών αλληλοκτονίαι…».
**
Απόσπασμα από το βιβλίο: Στα Μυστικά του Βάλτου, της Πηνελόπης Δέλτα
Ήταν νύχτα ακόμα του Σαββάτου, πριν ξημερώσει η Κυριακή, όταν, παίρνοντας μαζί του τρεις τέσσερις οδηγούς, ξεκίνησε ο Άγρας για το δάσος. Λυπημένα, γεμάτος κακές προαισθήσεις, τον κοίταζε ο καπετάν Τυλιγάδης, που ετοιμάζουνταν. Τον είχε συνοδεύσει από την Κούγκα, με την ελπίδα να τον σταματήσει. Μα δεν το επιχειρούσε πια. Του είχε δηλώσει ο Άγρας πως είχε πάρει απόφαση. Και τον ήξερε τον αρχηγό του πως μιας και πήρε μιαν απόφαση, δεν τον άλλαζε πια κανείς. Και του είπε μόνο, ως τελευταία παράκληση:
– Πάρε με μαζί σου, κύριε Αρχηγέ, και τον Μιχάλη, και τον Βαγγέλη, και τον Χρήστο, για πιο ασφάλεια.
Μα τον διέκοψε ο Άγρας, και του είπε με το ανοιχτόκαρδο αγορίστικο χαμόγελο του, που δεν υποψιάζονταν ποτέ κακία στους άλλους.
– Μια από τις συμφωνίες μας είναι να πάμε, και αυτός κι εγώ, χωρίς τα παιδιά μας. Γιατί να τον πληγώσω,δείχνοντας του δυσπιστία;
– Τουλάχιστον, πάρε τ’ όπλο σου, κύριε Αρχηγέ!
– Αυτό ναι. Και το περίστροφο μου και τουφέκι μου. Αυτά είναι καλό να τα έχω πρόχειρα.
Και άφησε παραγγελία στον υπαρχηγό του:
– Φυλάγετε καλά τα περίχωρα, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά όσο λείπω. Βούλγαροι είναι αυτοί
– Και πας έτσι, μονάχος σου, ξέροντας την κακοπιστία τους; έκανε ταραγμένος ο καπετάν Τυλιγάδης.
Ο Άγρας σήκωσε τους ώμους του.
– Εγώ είμαι ένας… Αξίζει να το ριψοκινδυνεύσω για να επιτύχω τον ιερό σκοπό μου. Τα χωριά όμως μην πάθουν! Έχετε το νου σας!
Κι έφυγε με τους οδηγούς του, ακολουθώντας τον πιστό του Τώνη Μίγγα, που γνώριζε όλο το Βέρμιο και τα δάση του σα να ήταν σπίτι του, και που τον οδηγούσε πάντα, σε όλες του τις περιοδείες, από τότε που είχε αφήσει το Βάλτο και είχε αναλάβει τη Νάουσα και την περιοχή της. Το μέρος της συναντήσεως ήταν μες στο δάσος, δυτικά από τη Νάουσα, στη θέση Γαβράν – Καμίνι. Ήταν πρωί, νωρίς, ολοπράσινο το δάσος, δροσερή η ιουνιάτικη μέρα, λουλουδιασμένο το χώμα, πυκνοφυλλωμένα τα δέντρα, χλωρά τα χαμόδεντρα και οι φτέρες.
Πήγαινε ο Άγρας ανάμεσα στους οδηγούς του, σοβαρός, γυρνώντας στο νου του τη συνάντηση του με το Βούλγαρο οπλαρχηγό, ετοιμάζοντας τα λόγια που θα του έλεγε, για να του μεταδώσει την πίστη και τον ενθουσιασμό του. Κουτός δεν ήταν ο Άγρας, ούτε μωροπίστευτος. Ήξερε πολύ καλά σε ποια περιπέτεια είχε μπει, τι κινδύνους διέτρεχε. Και είχε ζυγίσει όλα τα υπέρ και όλα τα κατά. Μπορούσε ν’ αποτύχει βέβαια, μα μπορούσε και να τους πάρει μαζί του. Αν ήταν ειλικρινείς ο Βούλγαρος Ζλατάν και ο Ρουμάνος Βασιλείου, οι δυο αρχηγοί με τους οποίους είχε συνεννοηθεί, η πολιτική του θα ήταν ευεργετική. Μα αν δεν ήταν;… Αν δεν ήταν, το ήξερε τι τον περίμενε. Μα το είχε αποφασίσει. Θα ήταν μαρτυρικός ο θάνατος του. Το ήξερε. Και το δέχονταν.
Πήγαινε με μιαν ιδέα, μια μεγάλη κι ευεργετική ιδέα, να πείσει τους αιμοβόρους Βουλγάρους να παύσουν το αλληλοφάγωμα, να ησυχάσει τον τόπο, να γλιτώσει τους πολυβασανισμένους πληθυσμούς. Αν επιτύχαινε το σκοπό του, θα παρέδιδε μεθαύριο στον καπετάν Αμύντα ειρηνεμένη την περιοχή του, ήσυχη πια την περιφέρεια της Νάουσας. Και κοντά στη Νάουσα, θα φιλοτιμούνταν και οι άλλοι οπλαρχηγοί, Έλληνες και Βούλγαρο – Ρουμάνοι, να συμφιλιωθούν, ν’ αγαπήσουν, να συνεργαστούν στην απελευθέρωση της αιματοβαμένης, πολυτυραννισμένης Μακεδονίας. Αν αποτύχαινε…
– «Τι είναι ένας άνθρωπος εμπρός σ’ ένα τέτοιο μεγάλο όνειρο;» έλεγε μέσα του. Και με φουσκωμένη την καρδιά από πίστη και θέληση να νικήσει, τραβούσε το δρόμο του, το κεφάλι ψηλά, τα μάτια φορτωμένα σκέψη κι ελπίδα, άφοβος, αποφασισμένος ή να νικήσει ή να πέσει στην προσπάθεια του αυτή. «Μια φορά θα πεθάνει κανείς. Και ο Ιησούς για μια πίστη μαρτύρησε…»
Ο Τώνης Μίγγας που πήγαινε μπροστά, κοντοστάθηκε, ακροάστηκε, και γύρισε ανήσυχος.
– Τι στέκεσαι λοιπόν; ρώτησε ζωηρά ο Άγρας. Φθάσαμε;
– Όχι. Μα κάτι άκουσα μες στα κλαριά, πίσω μας. Τ’ ακούσατε μήπως κι εσείς, παιδιά; ρώτησε τους άλλους οδηγούς.
– Κάτι περπατάει, είπε ο ένας· κανένα αγρίμι ίσως…
– Μας ακολουθάει… Αγρίμι ακολουθάει ανθρώπους; ρώτησε ο Τώνης.
Ο Άγρας γέλασε.
– Εμείς πηγαίνομε στους Βουλγάρους, που είναι μπροστά μας, είπε αμέριμνα, και συ σκοτίζεσαι για το τι είναι πίσω μας;
– Μα αν μας ακολουθούν;
– Και ύστερα; Μπροστά μας είναι ο αντίπαλος! Άιντε, Τώνη, μην είσαι λαγόκαρδος. Αλλωστε, δεν ακούω τίποτα. Τράβα μπρος!…
Και ξανάρχισαν την πορεία τους. Έφθασαν στο σημείο της συναντήσεως. Μα αντί τον Ζλατάν, δε βρήκαν παρά δυο Βουλγάρους οπλισμένους, κομιτατζήδες, που, καθισμένοι χάμω, τους περίμεναν. Σαν είδαν τον Άγρα και τους οδηγούς του, σηκώθηκαν και τους σίμωσαν.
– Πού είναι οι άλλοι άντρες σου, καπετάν Άγρα; ρώτησαν, κοιτάζοντας με δυσπιστία προς το μέρος απ’ όπου είχε έλθει ο Άγρας με τους οδηγούς του.
– Δεν έφερα άντρες μαζί μου, αποκρίθηκε ακατάδεχτα ο Άγρας. Συμφωνία μου με το βοεβόδα Ζλατάν ήταν να έλθομε και οι δυο μονάχοι. Μα πού είναι ο Ζλατάν; Γιατί δεν είναι δω;
Οι δυο κομιτατζήδες αντάλλαξαν μια ματιά, και με κολακείες και καλά λόγια τον προσκάλεσαν να καθίσει να ξεκουραστεί.
– Δεν έχω ανάγκη από ξεκούραση, αποκρίθηκε ο Άγρας. Ήλθα να δω τον Ζλατάν, και ο Ζλατάν δεν είναι δω. Γιατί; Τι περιμένει για να έλθει;
Μπερδεμένος, μπουρδουμπίζοντας, άρχισε ο ένας Βούλγαρος να δίνει εξηγήσεις. Μα ο δεύτερος τον διέκοψε.
– Πώς να έλθει ο βοεβόδας μόνος και άοπλος εδώ, όταν οι Έλληνες αντάρτες είναι τόσο κοντά; ρώτησε.
– Έλληνες αντάρτες; Είμαι μόνος με τούτους μου τους οδηγούς, αποκρίθηκε ο Άγρας.
– Και το σώμα σου; Ένα μέρος δεν είναι στη Νάουσα; Και άλλο δε φυλάει κατά το Παλιοχώρι; Και άλλοι άντρες δεν είναι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, γύρω μας; Μια πιστολιά να ρίξεις, θα ορμήσουν όλοι να αιχμαλωτίσουν το βοεβόδα!…
Με οργή τον διέκοψε ο Άγρας.
– Είστε άτιμοι και δόλιοι εσείς, και κατά τον εαυτό σας κρίνετε τους αντιπάλους σας! αποκρίθηκε. Εγώ ένα λόγο έχω, και το λόγο μου τον έδωσα του Ζλατάν, να έλθω μόνος να συνεννοηθώ μαζί του. Εκείνος γιατί δεν ήλθε; Πού είναι;
– Ήλθε. Μα μας ειδοποίησαν πως σώματα ελληνικά φυλάγουν γύρω στο δάσος. Κι έμεινε παραπέρα, όπου σε περιμένει.
– Παραπέρα, ε;… Σε μέρος ασφαλισμένο, ε;… είπε κοροϊδευτικά ο Άγρας. Πηγαίνετε με, λοιπόν, εκεί που κρύβεται. Δεν τον φοβούμαι εγώ. Ελληνομακεδόνας εγώ, δε φοβούμαι να περιδιαβάσω τα βουνά και τους λόγγους μας, να συνεννοηθώ με άλλο Μακεδόνα, ας είναι και αντίπαλος! Οδήγα μας εσύ. Σε ακολουθούμε!
Και ξαναπήραν το δρόμο τους, προς το βορινό βάθος του δάσους.
Πηγαίνοντας, ρωτούσε ο Άγρας:
– Τι είστε σεις;
Ο ένας ήταν Βούλγαρος, δε ζητούσε παρά ειρήνη, ησυχία, να δουλέψει λέγει, το χωράφι του, ν’ αφήσει το τουφέκι του στη μπάντα, να το χαρίσει μακάρι, να μην το δει πια! Ο άλλος, Ρουμούνος, είχε νοσταλγήσει λέει, το λιβάδι του, τα πρόβατα του, τα παιδιά του.
Αχ, να ησύχαζε το αλληλοφάγωμα! «Ναι, να ησύχαζε…» σκέφτηκε ο Άγρας. «Να το ‘θελαν ειλικρινά ο Ζλατάν και οι άλλοι!… Τι ευλογία για τον τόπο!».
Κάτι πίσω του τσάκισε, μια πέτρα κύλησε σε κάποια χαράδρα. Αφηρημένος γύρισε ο Άγρας το κεφάλι. Αντάμωσε το ανήσυχο βλέμμα του Τώνη, και του γέλασε μ’ ένα νεύμα που έλεγε: «Δε βαριέσαι!». Μα είχε ακούσει και ο Ρουμούνος, και τρομαγμένος γύρισε και αυτός.
– Φοβάσαι τις αλεπούδες; ρώτησε κοροϊδευτικά ο Άγρας, δείχνοντας μια φουντωτή κόκκινη ουρά, που διασχίζε τις φτέρες και χάνονταν βιαστικά πίσω από κάτι χαμόδεντρα.
Και γελώντας όλοι ξαναπήραν πάλι το δρόμο τους. Περπατούσαν ώρα. Έφθασαν σ’ ένα ξέφωτο. Στάθηκαν και ο ένας σφύριξε συνθηματικά. Τότε, από μέσα από τα δέντρα βγήκαν ένα δυο άντρες, και πίσω τους, διστακτικά, ένας κοκκινόξανθος με άνισα μάτια, κρατώντας τουφέκι και οπλισμένος ως τα δόντια. Τον φώναξε ο Άγρας:
– Βοεβόδα Ζλατάν, γιατί κάνεις τόσες δυσκολίες για να ‘ρθεις; ρώτησε. Σου είπα πως θα ‘ρθω μόνος. Τι φοβάσαι;
Τα πονηρά μάτια του Βουλγάρου έψαχναν στα γύρω και πίσω από την άδεντρη φεξάδα. Αργά σίμωσε και πήρε το τεντωμένο χέρι του Άγρα.
– Εσένα δε σε υποψιάζομαι, του αποκρίθηκε. Ξέρω πως θέλεις αδελφικά να συνεργαστούμε, και αγαπημένοι πια να ζήσομε. Μα τους άντρες σου, πού τους άφησες;
– Δε σου είπα πως θα ‘ρθω μόνος; Μόνος ήλθα. Τι θες εσύ τόσους αρματωμένους γύρω σου
Ο Ζλατάν γέλασε.
– Δεν είναι τίποτα αυτοί, είπε· είναι βίγλες, έτσι, για τον τύπο. Εγώ σε περιμένω, και σου έχω και τραπέζι, με άλλους βοεβόδες, τον Κασάπτσε, τον Βασιλείου και άλλους. Έλα να φάμε μαζί ψωμί και αλάτι, και να ξεχάσομε τα περασμένα.
– Πού είναι οι άλλοι βοεβόδες; ρώτησε ο Άγρας, με μια ματιά ολόγυρα.
– Εκεί που στριφτεί το μονοπάτι, πίσω από το λόφο. Σου στρώσαμε τραπέζι στο χορτάρι. Μα άφησε δω το τουφέκι σου, ν’ αφήσω κι εγώ το δικό μου, πάμε σαν αδέλφια που ξέκαναν από έχθρητα…
– Πάμε, είπε γελαστά ο Άγρας, ακουμπώντας σ’ ένα δέντρο του τουφέκι του, πλάγι στο τουφέκι και τα πιστόλια του Ζλατάν.
Με τα δυο του χέρια έσπρωξε πίσω τα πυκνά καστανά του μαλλιά, κι έκανε ν’ ακολουθήσει τον Ζλατάν στο στρίψιμο του μονοπατιού. Από ένα βράχο πλάγι του, στην πλαγιά μιας ρεματιάς, μια παιδική φωνή έσχισε τον αέρα:
– Μην πας, Κύριε Αρχηγέ! Μην πας!…
Την ίδια στιγμή, οι δυο οπλισμένοι Βούλγαροι του έπεσαν στις πλάτες, τον έπιασαν. Τους τίναξε ο Άγρας από πάνω του, και άρπαξε το περίστροφο του. Μα άλλοι τέσσερις, κρυμμένοι μες στα δέντρα, του ρίχθηκαν από πίσω, του έστριψαν τα χέρια, και το περίστροφο έπεσε στο χώμα.
– Κύριε Αρχηγέ!…
Γύρισε ο Άγρας και είδε το μικρό παιδικό σώμα του Γιωβάν, που ξεσηκώνουνταν από μέσα από πυκνές φτέρες, κι έκανε να τρέξει στο πεσμένο περίστροφο. Μα ένας Βούλγαρος τον πέταξε χάμω, και με μια κλωτσιά τον κατρακύλησε πάνω από το βράχο, ένα κουβαράκι, ως κάτω στη χαράδρα, όπου έμεινε ακίνητος. Είχε προφθάσει να τον δει ο Άγρας. Το βλέμμα του το καστανό είχε διασταυρωθεί με του παιδιού, του είχε στείλει ένα τελευταίο «Έχε γειά!», φορτωμένο θλίψη και σκέψη. Και είδε το σωματάκι, που κουτρουβαλούσε στις πέτρες.
– Γουρούνια! είπε στους Βουλγάρους, που τον κρατούσαν. Τι σας έφταιξε το μικρό;
Γύρω του το πανηγύρι ξέσπασε τότε. Με αλαλαγμούς και ξεφωνητά ξεφύτρωναν από παντού Βούλγαροι και Ρουμάνοι, έπιαναν τους οδηγούς, φώναζαν, γελούσαν.
– Πιάστηκε το θηρίο!
– Πιάσαμε τον Αρχηγό των Γρεκομάνων!
– Θάνατο στο θανάσιμο εχθρό!
– Σφάξτε τον!
– Σουβλιστέ τον!
– Ξεκοιλιάστε τον!
Ο Ζλατάν σταμάτησε τα βγαλμένα μαχαίρια.
– Στα χωριά! φώναξε. Τα χωριά να τον δουν πρώτα!
– Ναι! Στα χωριά! Στα χωριά να τον σεριανίσομε!
Ένας ψηλός, μεγαλόσωμος, χοντροκομμένος, με ασπρουλιάρικο, μωρουδιακίστικο, σα φουσκωμένο, μούτρο, σίμωσε, και με το δάχτυλο έσπρωξε το πηγούνι του Άγρα.
– Με θυμάσαι, παλιορωμιέ; ρώτησε. Και τον έφτυσε καταπρόσωπο.
Πέταξε πίσω το κεφάλι του ο Άγρας και ξέφυγε τη φτυσιά.
– Σε θυμούμαι, κακόπιστε Βασιλείου! Σε θυμούμαι, Ρουμούνε κάλπικε! είπε περιφρονητικά. Θυμούμαι το ξεθωριασμένο σου μούτρο, που βρωμά ψευτιά και προδοσία! Το στόμα σου, που μιαν αλήθεια δεν ξεστόμισεποτέ!…
Βροχή έπεσαν οι κοντακιές απάνω του. Έκανε ο Βασιλείου να τον χτυπήσει. Βασταγμένος όπως ήταν ο Άγρας, του τράβηξε μια κλωτσιά στα σκέλια, τον έριξε κάτω.
– Παλιορουμούνε, άναντρε! Που μου ‘κανες το φίλο, τάχα πως μεσίτευες να μου φέρεις και τον Κασάπτσε!… γρύλισε μες στα δόντια του ο αιχμάλωτος αντάρτης.
– Βγάλτε του τα παπούτσια! φώναξε κάποιος.
– Ναι! Να μας κάνει την αρκούδα! Να χορέψει! είπε άλλος. Με μια τιναξιά ελευθέρωσε το χέρι του ο Άγρας και κατέβασε την ξανάστροφή του στο στόμα του Βουλγάρου.
– Δέστε τον! διέταξε ο Ζλατάν. Τον έδεσαν πισθάγκωνα.
– Γιατί τον κάνετε έτσι; ρώτησε τρέμοντας ένας από τους οδηγούς.
Ο Ζλατάν τον πλησίασε.
– Φύγετε σεις! είπε. Δε σας θέλομε κακό!
Κι επειδή δίστασε αυτός, πρόσθεσε ο Ζλατάν:
– Ούτε του αρχηγού σας δε θέμε το κακό! Είναι άγριος και θέλει καλόπιασμα. Μα φύγετε σεις, πάτε να πείτε στους δικούς σας, πως αύριο θα φέρω εγώ τον αρχηγό σας πίσω! Πάτε!,
Τους άφησαν όλους ελεύθερους. Κι ένας ένας έφυγαν. Μόνος ο Μίγγας έμεινε.
– Φύγε και συ! του είπε ο Ζλατάν.
Μα μ’ επιμονή αργοκούνησε ο Τώνης Μίγγας το κεφάλι.
– Δεν αφήνω τον Αρχηγό, είπε.
– Δέστε τον λοιπόν και αυτόν! πρόσταξε ο Ζλατάν.
Και κρυφά έδωσε μια διαταγή σ’ έναν από τους άντρες του.
– Να πας να ξεσηκώσεις τους Τούρκους! Να τους πεις πως γύρω στο δάσος τα Γρεκομάνικα σώματα πιέζουν τα χωριά. Να τους σκορπίσουν – μη μας μυριστούν και μας ριχθούν!…
Γύρω στον Άγρα η οχλοβοή και τα γιουχαρίσματα φούντωναν.
– Να μας κάνει την αρκούδα! φώναξε ο δαρμένος Βούλγαρος, σκουπίζοντας τα αίματα που έσταζαν από το στόμα του.
– Την αρκούδα! Την αρκούδα!
Τα χέρια του Άγρα ήταν δεμένα. Με κλωτσιές τους απομάκρυνε, βρίζοντας τους ολοένα.
– Ψεύτες! Δόλιοι! Μασκαράδες! Φονιάδες! Προδότες!… Λύσετε μου τα χέρια και μετρηθείτε μαζί μου αν τολμάτε! τους έλεγε.
– Τα παπούτσια του βγάλετε! πρόσταξε ο Βασιλείου.
Μα δεν ήταν εύκολο. Χρειάστηκε να τον ρίξουν χάμω, πισθάγκωνα δεμένο, και να καθίσει ένας στο στήθος του, την ώρα που του έβγαζαν τα παπούτσια οι άλλοι. Και τότε άρχισε το μαρτύριο του. Με κοντακιές και φτυσιές τον έσπρωχναν, δεμένο, ξυπόλητο, σχισμένο, τον πήγαν στο πρώτο χωριό.
– Κάνε την αρκούδα! Χόρεψε! τον πρόσταζαν.
Κι εκείνος τους αποκρίνονταν βρίζοντας τους. Και οι κοντακιές έπεφταν βροχή. Μα υπερήφανος στέκονταν ο μικρόσωμος, λιγνεμένος από τους πυρετούς Έλληνας αρχηγός, το κεφάλι ψηλά, το βλέμμα ατρόμητο.
– Τι είναι ένας άνθρωπος που θα σκοτώσετε, άτιμοι γουρουνομύτες; τους έλεγε. Σαράντα θα σηκωθούν να πάρουν πίσω το αίμα μου! Θα πληρώσετε βαριά την προδοσία σας!…
Γέλια και γιουχαρίσματα σκέπαζαν τη φωνή του. Και τον αρπούσαν και τον έσερναν σε άλλο χωριό, όπου ξανάρχιζε ο μαρτυρικός του εξευτελισμός. Πίσω, σιωπηλός, θλιμμένος, δεμένος και αυτός και ξιπόλητος, ακολουθούσε ο Τώνης Μίγγας, τα μάτια καρφωμένα στον Αρχηγό του, σαν πιστός σκύλος, αποφασισμένος να μαρτυρήσει μαζί του.
[…]
Σ’ ένα μεγάλο κλαδί καρυδιάς, δυο σώματα κρέμονταν, το ένα κοντά στον κορμό, το άλλο παραέξω. Ήταν ο Άγρας, και ο πιστός οδηγός του, ο Τώνης Μίγγας. Στο στήθος του Άγρα ήταν καρφωμένο ένα χαρτί με την κλασική ειδοποίηση πως « Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων» και με τις δυο υπογραφές: Κασάπτσε και Ζλατάν.
Το κεφάλι του Άγρα ήταν γερμένο πίσω, ακουμπισμένο στον κορμό της καρυδιάς· τα σγουρά του μαλλιά, ανακατωμένα, αχτένιστα· τα μάτια του ανοιχτά: τα χείλη μισοχωρισμένα· το πρόσωπο ήρεμο στη νεκρική του χλωμάδα. Αντιθέτως, του Μίγγα το πρόσωπο ήταν μολυβί, πρησμένο, συσπασμένο από την αγωνία. Η γλώσσα του, μισοπεσμένη έξω, κρέμονταν πλάγια, μεταξύ στα δόντια του. Και των δυο τα χέρια ήταν πισθάγκωνα δεμένα, και τα πόδια γυμνά, πρησμένα, κατάμαυρα από τις πορείες και τους κόπους. Τα ρούχα τους, σχισμένα, βρωμισμένα, κρέμουνταν απάνω τους κουρέλια.
[…]
Στο φτωχό νεκροταφείο του Βλάδοβου έθαψαν το ηρωικό παλικάρι. Μια ξύλινη καγκελαριά περιτριγύριζε το σεμνό τάφο, όπου σ’ ένα σταυρό ξύλινο χάραξαν τ’ όνομα του το πολεμικό.
Κανένας επίσημος δεν ακολούθησε την κηδεία. Τα παλικάρια που πέθαναν στον Αγώνα, έπεφταν ανωνύμως. Οι προξενικοί και κληρικοί, που ήταν η ψυχή του Αγώνα, δεν έπρεπε ούτε να φαίνονταν ούτε να γνωρίζουν τον πολεμιστή. Σιωπηλά, αφανέρωτα έπρεπε να τον θρηνήσουν – και να τον εκδικήσουν. Κρυφή ήταν η Οργάνωση, κρυφός ο Αγώνας, κρυφή η εκδίκηση και η τιμωρία. Σιωπηλά, αφανέρωτα έθαψαν οι Βλαδοβίτες τον εθνικό ήρωα, το θρυλικό καπετάν Τέλο Άγρα. Το αληθινό του όνομα, η πραγματική του προσωπικότης δεν έπρεπε να γνωσθεί.
Ο φόνος του Άγρα έπληξε όλο τον Ελληνισμό. Ο θάνατος του ήταν συμφορά μεγάλη για τον Αγώνα, η έλλειψη του αγιάτρευτη. Η ασύγκριτη παλικαριά του, όσο και οι στρατιωτικές του γνώσεις, η αγνότης του, η παιδική του χάρη όσο και η τολμηρότης του, τον είχαν κάνει θρυλικό. Τον ήξεραν ατρόμητο. Τον θεωρούσαν ανίκητο.
Και όταν μαθεύτηκε πως πήγε στους Βουλγάρους για συνεννόηση, πως τον γέλασαν, πως τον συνέλαβαν, πως τον σκότωσαν, η πρώτη έκπληξη έγινε θυμός, ο θυμός μίσος, το μίσος λύσσα, και όλη η Μακεδονία σηκώθηκε σύσσωμη να τον εκδικήσει.
[…]
από το βιβλίο: Στα Μυστικά του Βάλτου, της Πηνελόπης Δέλτα
Το μνημείο του καπετάν Άγρα και του Αντώνη Μίγγα, μαζί με το εκκλησάκι των Αγίων Νεομαρτύρων από της Αλώσεως της Κων/ πόλεως, βρίσκεται στο χώρο της θυσίας τους, στο σημείο όπου απαγχονίστηκαν οι δύο ήρωες. Βρίσκετε ανάμεσα στα χωριά ΑΓΡΑΣ και ΚΑΡΥΔΙΑ στην ΕΔΕΣΣΑ.
Σε ανάμνηση του θανάτου των δύο αγωνιστών, το χωριό Τέχοβο μετονομάστηκε αργότερα Καρυδιά (το δέντρο όπου απαγχονίστηκαν), ενώ το χωριό Βλάδοβο, όπου ενταφιάστηκαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είναι ο σημερινός Άγρας.
για την αντιγραφή του κειμένου: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”
φωτογραφίες του μνημείου: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”