Ἀπόσπασμα ἐκ τῆς Διαθήκης τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου: «…καί διατάσσω, ὅπως ἅπασα ἡ κινητή καί ἀκίνητος περιουσία μου, ἡ μετά θάνατον εὑρεθησομένη ὁπουδήποτε… θέλω νά μείνουν ἐσαεί κτῆμα τῆς ἱερᾶς μονῆς (τοῦ ἱεροῦ παρθενῶνος) ἀναπαλλοτρίωτον καί θά διαμένωσιν εἰς τήν κυριότητα τῶν… μοναχῶν».
Ἄς μὴ κλονίζουν τὴν ἑνότητα οἱ Ἐπίσκοποι, ἀπαιτοῦντες πλείονα τῆς παραδοσιακῆς «ἐποπτείας»
Θεσπίζονται νομοθετικῶς περιθώρια παραβιάσεως γενικῶς τῆς ἀσφαλείας τοῦ Μοναχισμοῦ.
«Ἡ αὐτοδιοίκησις τῶν Μονῶν κρίνεται ἀπαραίτητος διὰ τὴν διαφύλαξιν τῆς καθαρότητος τοῦ Μοναχικοῦ Βίου ἀλλὰ καὶ τῆς γνησιότητος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ βιοτῆς».
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ Νύμφη Του ἡ ἐκλεκτή, ἀνέκαθεν πολεμεῖται καὶ ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς παράγοντες. Τὰ πιστὰ μέλη της τὸ γνωρίζουν καλὰ αὐτὸ καὶ δὲν κλονίζονται, διότι ἡ πεῖρα ἔχει δείξει ὅτι: α΄) πολεμουμένη ἡ Ἐκκλησία πάντα νικᾶ∙ καὶ ὅτι: β΄) μέσα ἀπὸ τὰ διάφορα σκάνδαλα ἐπέρχεται ἐπίγνωσις, καὶ συνειδητοποιοῦνται πιὸ ξεκάθαρα οἱ μεγάλες ἀλήθειες ποὺ ἀποκαλύπτει ὁ Χριστός, Ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ὄντως Ἀλήθεια.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ πόλεμος πάντα ἐπιφέρει πλήγματα καὶ πόνο, μὲ ἀφορμὴ ἕνα τέτοιο ἐπίπονο θέμα ποὺ διαταράσσει τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὲς τὶς ἡμέρες, θὰ θέλαμε νὰ καταθέσουμε ὀλίγους προβληματισμοὺς σχετικῶς.
Ὁ λόγος περὶ Σχέσεως Ἐπισκόπων καὶ Μονῶν, καὶ ἰδιαιτέρως περὶ Ἐπισκόπων καὶ Ἡσυχαστηρίων. Ἡ διαφορά, βεβαίως, ἀνάμεσα σὲ «Μονὲς» καὶ «Ἡσυχαστήρια» ἔγκειται μόνο νομικῶς καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικῶς: οἱ πρῶτες δηλαδὴ εἶναι νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου καὶ ἐξαρτῶνται πιὸ ἄμεσα ἀπὸ τὸν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο, ἐνῶ τὰ δεύτερα εἶναι νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου καὶ ἐμφανίζουν μεγαλυτέρα σχετικῶς αὐτοδιάθεση, αὐτοδιαχείριση.
Ἔχει τεθεῖ, λοιπόν, θέμα παραβιάσεως τῶν ὁρίων αὐτοδιοικήσεως ἐν γένει τῶν Μονῶν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν Ἡσυχαστηρίων, μὲ στόχο τὴν ἐπέμβαση κυρίως -ὡς φαίνεται μέχρι τώρα τουλάχιστον- στὰ οἰκονομικὰ τῶν Μοναστηρίων. Τὸ θέμα ὅμως ἔχει καὶ ἄλλες διαστάσεις καὶ προεκτάσεις.
Ἀρχικὴ καὶ βασικὴ δομὴ Ἐκκλησίας
Ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι μία: Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς ἦλθε νὰ διακονήσει τὸ σῶμά της, ὄχι νὰ διακονηθεῖ. Ἦλθε ὡς ὁ ἔσχατος Διάκονος, γιὰ νὰ δώσει, καὶ ὄχι γιὰ νὰ λάβει. Καὶ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἄφησε γιὰ παρακαταθήκη μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν Πεντηκοστή, ὁπότε ἔχουμε καὶ τὰ ἐγκαίνια τῆς Ἐκκλησίας. Ὅρισε δηλαδή ὅτι ὅποιος θέλει νὰ Τὸν ἀκολουθήσει ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, θὰ πρέπει νὰ Τὸν μιμηθεῖ. Θὰ ὁπλιστεῖ μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσῳ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος –καὶ ἄλλος θὰ λάβει χάρισμα ἀποστόλου, ἄλλος προφήτου, ἄλλος διδασκάλου, ἄλλος χάρισμα ἰάσεων, ἄλλος διοικητικὰ χαρίσματα, χάρισμα λόγου καὶ διάφορα ἐν γένει χαρίσματα, ἱκανότητες, δεξιότητες, τάλαντα κ.λπ.- ἀλλὰ ὅλοι ἀπαραιτήτως θὰ πρέπει νὰ διέπονται ἀπὸ πνεῦμα διακονίας καὶ ὄχι ἰδιοτελείας ἢ δεσποτισμοῦ, ἀπὸ διάθεση γιὰ ἀλληλοϋποταγή, συνεργασία, ὁμόνοια, ἑνότητα, ἀλληλοπεριχώρηση, ἐπιείκεια, ἀλληλοσεβασμό, εἰρήνη καὶ ἀγάπη, μακριὰ ἀπὸ κάθε αὐταρχισμό, αὐθαιρεσία καὶ ἐπιβολὴ αὐθεντίας. Σκοπὸς εἶναι ἡ κατάρτιση Ἁγίων καὶ ὄχι ἡ διαφοροποίηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους, σὲ κυρίους καὶ ὑποτελεῖς. Ἔτσι, οἱ Ἀπόστολοι ἦταν οἱ ἔσχατοι πάντων. Οἱ Ἐπίσκοποι ὡς διάδοχοι αὐτῶν εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ, ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς γιὰ τὸ ποίμνιό τους, ἀλλὰ ἡ σχέση τους αὐτὴ εἶναι πατρική, ὄχι διοικητική. Ὅλων ἡ ἀναφορὰ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ μόνος Κύριος. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μέλη ὀφείλουν τὸν προσωπικό τους ἀγώνα γιὰ κάθαρση καὶ ἁγιασμὸ καὶ συγχρόνως ἐπιτελοῦν καὶ μία διακονία ἀναλόγως πρὸς τὸν τρόπο ζωῆς, τὸν ὁποῖον ἐπιλέγουν σὲ προσωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἐπίπεδο [ἄγαμος-ἔγγαμος βίος, ἐπιλογὴ ἀσχολίας-ἐπαγγέλματος κ.λπ].
Μοναχισμός
Οἱ Μοναχοὶ ὡς τρόπον ζωῆς ἐπιλέγουν τὸν ἀγγελικὸ βίο, δηλαδὴ τὸν ἄγαμο καὶ μακρὰν τῶν κοινωνικοπολιτικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἐπιδιώξεων. Καὶ αὐτό, ὄχι ἀπὸ φυγοπονία, ἀλλὰ ἀπὸ ἀφοσιωτικὴ ἀγάπη πρὸς Τὸν Τριαδικὸ ΘΕΟ. Ἔτσι, ἀπομακρύνονται ἑκουσίως: α΄) ἀπὸ τὶς ἡδονές (διατηροῦν παρθενία), β΄) ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα (διατηροῦν ἀκτημοσύνη) καὶ γ΄) ἀπὸ τὶς κοσμικὲς μέριμνες, ὑποχρεώσεις καὶ φιλοδοξίες (ἀσκοῦν ὑπακοὴ στὸν Προεστῶτα, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει καὶ ρυθμίζει ἅπαντα ἀντὶ καὶ ἐν ὀνόματι αὐτῶν).
Ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε τὸ παράδειγμα γι’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἐν συνεχείᾳ οἱ ἐπιλέγοντες τὸν παρθενικὸ βίο. Στὴν πρώτη Ἐκκλησία οἱ ἄγαμοι ζοῦσαν ἐν τῷ κόσμῳ, καθότι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τότε ζοῦσαν ἀσκητικῶς, μὲ ζῆλο καὶ σεβασμὸ πρὸς τοὺς ἀφιερωμένους ἀδελφούς. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὅμως τὰ ἤθη χαλάρωναν. Θεωρήθηκε, λοιπόν, πρακτικῶς ὠφέλιμο νὰ ἀπομακρύνονται οἱ ἀφιερωμένοι, εἴτε ζῶντες μόνοι τους σὲ ἐρημητήρια, εἴτε ζῶντες σὲ κοινότητες, δηλαδὴ στὰ Κοινόβια. Ἐκεῖ μάλιστα ὁ ἀσκητικός τους βίος προστατεύεται μὲ ἰδιαίτερους Κανόνες τοῦ Μοναχισμοῦ, προκειμένου νὰ ἀποτραπεῖ: α΄) ἐξωτερικῶς ὁ κίνδυνος παρεισφρήσεως ἐκκοσμικευμένων καταστάσεων, καὶ β΄) ἐσωτερικῶς ὁ κίνδυνος τῆς αὐθαιρεσίας ἢ τῆς ἰδιορρυθμίας. Σταδιακῶς θεσπίστηκαν μὲ ἀποφάσεις Συνόδων ὁ σκοπὸς καὶ οἱ Κανόνες τοῦ Μοναχικοῦ Βίου. Οἱ Μοναχοὶ ἀναγνωρίζονται ὡς μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ἔχουν δηλαδὴ ἐκκλησιαστικότητα (Σύνοδος Λαοδικείας, 364), καὶ συνεπῶς δὲν εἶναι φατρία περὶ τὸν Ἡγούμενο. Ἡ κάθε Ἀδελφότης εἶναι μία ἰδιαίτερη οἰκογένεια, ὅπως οἱ κατὰ κόσμον οἰκογένειες τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν μελῶν.
Ποῖος ὁ λόγος νὰ παραβιασθῆ ἡ αὐτοδιοίκησις τῶν Μονῶν;
Σὲ κάθε ὀργανωμένη ὁμάδα ἢ σῶμα, προκειμένου νὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις, τὰ μέλη συνεργάζονται καὶ ἀναθέτουν ἱεραρχικῶς σὲ ἕνα μέλος τὸν πρῶτο λόγο. Ἔτσι γίνεται στὴν Πολιτεία, στὶς Ὑπηρεσίες, στὴν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, στὰ Κοινόβια ἀλλὰ καὶ στὶς οἰκογένειες.
Ἐν προκειμένῳ, στὰ Κοινόβια ὑπάρχει ὁ Ἡγούμενος, τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο καὶ ἡ Ἀδελφότης ἐν συνόλῳ. Τὸ κάθε Μοναστήρι πορεύεται γενικῶς βάσει τῶν Μοναστικῶν Κανόνων καὶ τοῦ Καταστατικοῦ του, τὰ ὁποῖα ἰσχύουν γιὰ ὅλους. Γιὰ τὰ ἔκτακτα θέματα ἀποφασίζει ὁ Ἡγούμενος ἐν συνεργασίᾳ μὲ τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιο. Ἀναλόγως τῆς σοβαρότητος τοῦ θέματος, συνεργάζεται, ἐνημερώνει καὶ συμβουλεύεται καὶ ἁρμοδίους ἐξωτερικοὺς παράγοντες καὶ βέβαια τὸν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο. Δὲν εἶναι ὅμως πρακτικῶς ἐφικτὸν διὰ τὸ παραμικρὸν ζήτημα νὰ ἐπικοινωνεῖ ἀενάως μετ’ αὐτοῦ, καθότι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἤδη ἐπιβαρυμένος μὲ πολυσχιδῆ καθήκοντα καὶ μέριμνες (πνευματικά, διοικητικά, ὀργανωτικά, ἱδρυματικά, φιλανθρωπικά, πολιτισμικά, οἰκοδομικὰ κ.λπ). Ὡς ἐκ τούτου, προφανῶς θὰ ἀμελοῦνται οἱ ὑποθέσεις ἑκάστου Κοινοβίου ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, θὰ χρονοτριβοῦν λόγῳ γραφειοκρατίας. Συνεπῶς, καὶ διὰ πρακτικοὺς λόγους, ἡ αὐτοδιοίκησις τῶν Μονῶν δικαιώνεται. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι ἐξάλλου ἀνέθεσαν τὴν διακονία πρακτικῶν θεμάτων σὲ Διακόνους.
Ὁ κύριος ὅμως λόγος εἶναι ἄλλος. Ἡ αὐτοδιοίκησις τῶν Μονῶν κρίνεται ἀπαραίτητη γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς καθαρότητος τοῦ Μοναχικοῦ Βίου ἀλλὰ καὶ τῆς γνησιότητος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ βιοτῆς.
Τὰ Μοναστήρια: οἱ θεματοφύλακες τῆς Ὀρθοδοξίας
Ἂς μὴ κρυβόμαστε. Ἡ δύναμη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας στὸ παρελθὸν καὶ κατόπιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἡ δύναμη τοῦ Ἔθνους μας, ἦταν καὶ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Καὶ οἱ θεματοφύλακες τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τὰ Μοναστήρια. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ μὴ τὸ ξέρουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες πλέον ἢ νὰ ντρέπονται ὁρισμένοι νὰ τὸ ὁμολογήσουν, ἀλλὰ τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ τὸ παραδέχονται στὶς συνάξεις τους οἱ ἐχθροί μας. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε τὴν πίστη μας καὶ τὰ Μοναστήριά μας κτυποῦν. Τὰ Μοναστήριά μας εἶναι πού:
─ πρωτοστατοῦν σὲ θέματα πίστεως, δογμάτων, λατρείας, Ἱερᾶς Παραδόσεως. Εἶναι γνῶστες καὶ μελετητὲς τῶν Πατερικῶν κειμένων καὶ Ἱερῶν Κανόνων. Κυματοθραῦστες ἀρχικῶς στὶς πρῶτες αἱρέσεις καὶ κατόπιν στὴν εἰκονομαχία, στὸν Παπισμό, στὸν Οἰκουμενισμό.
─ ἀντιστέκονται σὲ θέματα ἠθικοῦ βίου καὶ ἀσφαλείας κοινωνικῶν θεσμῶν. Δὲν φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ἐφαρμόσουν. Εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὶς συμβατικότητες τοῦ κοινωνικοῦ βίου, τοῦ καθωσπρεπισμοῦ, καὶ ὡς ἐκ τούτου μποροῦν νὰ ζήσουν ἐλεύθερα καὶ ἀσυμβίβαστα, χωρὶς συνθηκολογίες καὶ ἀλλοτριώσεις ἢ διπλωματικοὺς ἐλιγμούς.
─ ὑποστηρίζουν τὸν λαὸ σὲ θέματα ἐθνικά, ἐμπνέουν ἀνδρεία καὶ ἀγωνιστικότητα ἐν καιρῷ πολέμου, συνεισφέρουν μὲ τὶς προσευχὲς ἀλλὰ καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, λειτουργοῦν ὡς καταφύγια στὸν πόνο.
─ στηρίζουν τὸν λαὸ καὶ τὴν Πολιτεία σὲ οἰκονομικὲς κρίσεις (τροφοδοσία καὶ λοιπὲς προσφορές).
─ ἀποτρέπουν πολιτισμικὰ ναυάγια, καθὼς προασπίζουν τὴν ἐθνικὴ κληρονομιά, τὴν γλώσσα, τὴν Παιδεία, τὴν Ἱστορία τοῦ Ἔθνους.
Τὸ κάθε Κοινόβιο δηλαδὴ μπορεῖ νὰ διαμαρτυρηθεῖ στὰ κακῶς κείμενα τοῦ κόσμου ἐν σιωπῇ, χωρὶς διενέξεις, διατηρώντας ἄσβεστο τὸ πῦρ τῆς ὀρθότητος καὶ ἀληθείας καὶ δίδοντας τὸ παράδειγμα καὶ στοὺς ἄλλους, χωρὶς ἐπιδείξεις, ἀντιλογίες καὶ ἐμπάθειες. Ἁπλῶς κρατεῖ στοὺς κόλπους του τὸ ἀληθές. Δὲν τὸ ἐπιβάλλει, ἀλλὰ τὸ διασώζει καὶ στὶς ὑπόλοιπες γενεές, γιὰ νὰ ὑπάρχει συνέχεια. Καί: «ὅστις θέλει, ἀκολουθεῖ». Ὅποτε καὶ ὅπως μπορεῖ.
Οἱ διακριτικοί, φωτισμένοι καὶ ἐνάρετοι Ἐπίσκοποι αὐτὸ τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ ἀναγνωρίζουν. Σέβονται αὐτὴ τὴν μυστικὴ δύναμη τῶν Μονῶν καὶ ἀποφεύγουν νὰ ἐπεμβαίνουν στὰ ἐσωτερικά τους. Μάλιστα καὶ οἱ ἴδιοι προσπαθοῦν νὰ τροφοδοτοῦνται ἀπὸ αὐτὲς καὶ συχνάκις συμβουλεύονται τοὺς ἐκεῖ ἀποστασιοποιημένους καὶ ἀμερόληπτους Πατέρες γιὰ τὸ καθαρό τους πνεῦμα, τὴν νήψη καὶ τὴν κατάρτισή τους σὲ πνευματικὰ θέματα. Ἐπίσης δὲν εἶναι ὀλίγες οἱ περιπτώσεις ποὺ προσανατολίζουν πνευματικά τους τέκνα σὲ Μοναστήρια ποὺ σέβονται, γιὰ θέματα ποὺ οἱ ἴδιοι ἄμεσα δὲν μποροῦν νὰ προωθήσουν γιὰ διάφορους λόγους -ὥστε νὰ μὴ προκληθοῦν ἀντιδράσεις- ἀλλὰ ποὺ ἔτσι, ἐμμέσως, ἐξασφαλίζεται τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα.
Πάντοτε ὑπῆρχε τέτοια συνεργασία. Ὅ,τι ἔχουν οἱ Μοναχοί, πνευματικὸ ἢ ὑλικό, δὲν εἶναι δικό τους (ἀφοῦ ἐξάλλου ἀσκοῦν ἀκτημοσύνη), ἀλλὰ εἶναι στὴν διάθεση τοῦ πλησίον, ὅποτε τὸ χρειαστεῖ. Ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ ἀντίσταση τῶν Μοναχῶν ἔγκειται μόνο στὶς περιπτώσεις καταφανοῦς ἀλαζονικῆς αὐθαδείας καὶ ἀπολυταρχικῆς αὐθαιρεσίας. Ὁπότε σὲ αὐτὲς τὶς καταπατήσεις λένε: «Τί μὲ δέρεις;» (Ἰω. ιη΄ 23).
Κίνδυνοι παραβιάσεως τῆς αὐτοδιοικήσεως τῶν Μονῶν
Ἐὰν ὅμως θεσπίζονται νομοθετικῶς περιθώρια παραβιάσεως τῆς αὐτοδιοικήσεως τῶν Μονῶν -ἀρχικῶς μέσῳ τοῦ οἰκονομικοῦ δῆθεν ἐλέγχου, καὶ ἐν τέλει, ποιός ξέρει καὶ τὶ ἄλλου εἴδους;- τότε δίδονται περιθώρια παραβιάσεως γενικῶς τῆς ἀσφαλείας τοῦ Μοναχισμοῦ.
Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ὅλοι ἐμπαθεῖς. Ἂν δὲν μᾶς βάλλουν ὅρια, εὔκολα παρεκτρεπόμαστε. Αὐτὸ τὸ δείχνει καὶ ἡ καθημερινή μας ζωή, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἱστορία.
Ὅταν ὡς φορεῖς τῆς Πολιτείας ἐμφανίζονται ἄτομα ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἄτομα μὲ ἰδιοτέλειες καὶ φιλοδοξίες, τότε, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν οἰκονομικὴ δύναμη ἐγχωρίως ἢ νὰ ἐξασφαλίσουν πολιτικὴ συμμαχία ξένων δυνάμεων, δυστυχῶς συχνὰ πολεμοῦν κατὰ μέτωπον τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀκόμη πιὸ συχνὰ μὲ ὕπουλο τρόπο: μὲ ἐσωτερικὴ διχόνοια. Ἔτσι: α΄) σπείρουν αἱρέσεις, β΄) στρέφουν τὴν κοινὴ γνώμη ἐναντίον προσώπων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως μὲ σκάνδαλα, γ΄) στρέφουν τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση ἐναντίον τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ τῶν Μοναχῶν [Αὐτὸ τὸ τελευταῖο θυμίζει τὸν ἐμφύλιο στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση μεταξὺ πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν τοῦ Ἀγῶνος].
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς ἐμφανίζονται σκάνδαλα σὲ πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ σὲ θεσμούς. Πολλὰ Ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα σκανδαλίζουν, καὶ πολλοὶ Ἐκκλησιαστικοὶ θεσμοὶ δὲν λειτουργοῦν σωστά. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄδικο “μαζὶ μὲ τὰ ξερὰ νὰ καοῦν καὶ τὰ χλωρά”; Ὁ Καλὸς Σπορεὺς δὲν ἄφησε νὰ ξεριζώσουν τὰ ζιζάνια, στὴν γνωστὴ Παραβολὴ Τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ φόβο μήπως ξεριζώσουν καὶ τὸν σῖτο μαζί.
Ἐν προκειμένῳ. Ἂν παραβιαστεῖ ἡ αὐτοδιοίκηση, μὲ ὁποιοδήποτε πρόσχημα ἢ τρόπο, καὶ ἔχουν δικαιώματα μέσα στὰ Μοναστήρια ἀρχικῶς οἱ ἐπιχώριοι Ἐπίσκοποι καὶ κατόπιν –γιατὶ ὄχι;- καὶ πολιτειακοὶ φορεῖς, μπορεῖ κανεὶς νὰ φανταστεῖ τί σημαίνει αὐτό.
Συχνὰ ἕνας Ἐπίσκοπος δέχεται πιέσεις ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων, ἂν ὑπάρχει ἀνοικτὸ παράθυρο, μπορεῖ, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, νὰ προκαλέσει πλῆγμα σὲ ἕνα Κοινόβιο. Αὐτὸ φάνηκε ὁλοκάθαρα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Βαυαρικῆς Κυβερνήσεως.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, τὰ Μοναστήριά μας, ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν Ἐθνικὴ Ἀνεξαρτησία, ἔχασαν –κατὰ τὸν Μακρυγιάννη καὶ πολλῶν ἄλλων τὴν κοινὴ ὁμολογία- τὴν δική τους ἀνεξαρτησία! Ἡ Κυβέρνηση τότε, μὲ τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1833), ἐξανάγκασε δῆθεν γιὰ κοινωφελεῖς λόγους τὴν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας διὰ Ἐγκυκλίων καὶ κυβερνητικῶν Διαταγμάτων σὲ μία ἄνευ προηγουμένου ἐκκοσμίκευση. Ἐπῆλθε μεγάλη ἀκαταστασία, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ φορεῖς ἔγιναν φερέφωνα τῶν πολιτειακῶν, προωθήθηκε ὁ ἐκδυτικισμός, ἐμφανίστηκαν πολλὲς αἱρέσεις καί, ἐπειδὴ τὸ μέγα ἐμπόδιο σὲ ὅλα αὐτὰ ἦταν ὁ Μοναχισμός, θεσπίστηκαν γιὰ τὰ Μοναστήρια τὰ ἑξῆς:
─ ἀφαίρεση αὐτοδιοικήσεως ἀλλὰ καὶ ἀνεξαρτησίας τῶν Μονῶν. Κλείσιμο πολλῶν ἀνδρώων καὶ τῶν περισσοτέρων ἐκ τῶν γυναικείων. Ἐπῆλθε ἐρείμωση. Ὅσα Μοναστήρια διατηρήθηκαν εἶχαν πνευματικῶς ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν ἐπιχώριο Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἔκανε καὶ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ Ἡγουμένου, καὶ κοσμικῶς-οἰκονομικῶς ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Νομάρχη.
─ φορολογία γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Κράτους καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτὸ ἴσχυε μόνο γιὰ τὰ Ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Τὰ Ρωμαιοκαθολικὰ ἦταν ἀνέπαφα.
─ περιορισμὸς κτηματικῶν δραστηριοτήτων τῶν Μονῶν
─ ἐπιβολὴ ἀπολογισμοῦ-προϋπολογισμοῦ
─ ἄδεια ἐξόδου καὶ κινήσεων τῶν Μοναχῶν
─ ἀπαγόρευση νὰ σπουδάζουν Μοναχοὶ στὰ Πανεπιστήμια καὶ Γυμνάσια τῆς Πρωτευούσης
─ κατώτερο ὅριο ἀποκάρσεως τῶν Μοναχῶν τὸ 25ο ἔτος ἡλικίας, δῆθεν διὰ νὰ μποροῦν νὰ στρατεύονται, ἐνῶ κατ’ οὐσίαν, διὰ νὰ χάνουν τὸν νεανικὸ ζῆλο καὶ νὰ δελεάζονται ἀπὸ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου. Ἐξάλλου στὸν γυναικεῑο μοναχισμὸ ποῦ τίθεται θέμα στρατολογήσεως; Ἐκεῖ μάλιστα φάνηκε ὁλοκάθαρα ὁ σκοπός τους, διότι στὰ γυναικεῖα Μοναστήρια ποὺ ἔκλεισαν ἐξανάγκασαν τὶς Μοναχὲς νὰ ἐπιστρέψουν στὸν κοσμικὸ τρόπο ζωῆς μὲ ἐπίσημο ἔγγραφο.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἀντίδραση τῶν Μοναχῶν στὸ θέμα παραβιάσεως τῶν ὁρίων αὐτοδιοικήσεως τῶν Μονῶν –καὶ πόσο μᾶλλον τῶν Ἡσυχαστηρίων, ποὺ εἶναι καὶ ἰδιωτικοῦ δικαίου- δὲν εἶναι γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ὅπως ἐσκεμμένως προβάλλεται ἀπὸ κακόβουλους παράγοντες. Ἡ διαμαρτυρία ἔγκειται, διότι μαζὶ μὲ τὴν οἰκονομικὴ παραβίαση, τοὺς ἐλέγχους καὶ τοὺς περιορισμούς, ἐπέρχονται παραβιάσεις, ἔλεγχοι καὶ περιορισμοὶ παντοῦ. Ὁ Μοναχὸς ἔχει ὑποσχεθεῖ παρθενία, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή, ὅπως προειπώθηκε. Ὅμως: α΄) Ὅταν ἀναγκάζουν τὸν Μοναχὸ ἢ τὴν Μονή, δῆθεν διὰ κοινωφελεῖς λόγους, φιλοξενία, ἱεραποστολή, φιλανθρωπικὴ δράση ἐν τῷ κόσμῳ, συνεδριακὰ προγράμματα, καταυλισμὸ προσφύγων, στέγαση ἱδρυμάτων κ.λπ, τότε μὲ τέτοια ἐξωστρέφεια, συναναστροφὴ μὲ κόσμο καὶ κατ’ ἀνάγκην ἐκκοσμίκευση, ποῦ ὁ παρθενικός, ὁ ἀσκητικὸς βίος;
β΄) Ὅταν ἀναγκάζουν τὸν Μοναχὸ ἢ τὴν Μονὴ νὰ ἀσχολεῖται μὲ θέματα περιουσιακά, φορολογικά, προϋπολογισμούς, λογιστικά, ἐξωτερικὲς ἐργασίες, ἐπενδύσεις, ἐμπόριο, ἐπιδιώξεις, κέρδη, διεκδικήσεις καὶ συγκρούσεις μὲ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, τότε ποῦ ἡ ἀκτημοσύνη;
γ΄) Ὅταν ἀναγκάζουν τὸν Μοναχὸ ἢ τὴν Μονὴ νὰ διεκδικεῖ, νὰ πρωτοστατεῖ, νὰ ὑπερασπίζεται, νὰ διαφωνεῖ, νὰ ἐπιβάλλεται, νὰ ἀσχολεῖται μὲ αὐτοδικαιώσεις, ψηφίσματα, δικαιώματα, μὲ τὸ ποιός ἔχει δίκιο ἢ ἄδικο, τότε ποῦ ἔγκειται τὸ πνεῦμα ὑπακοῆς, ταπεινώσεως καὶ μετανοίας; Ποῦ ἡ προσευχή; Ποῦ ἡ λατρεία; Ποῦ ἡ νήψη; Ποῦ ἡ ἁγιότης;
Ἀλλὰ καὶ σὲ θέματα καθαρῶς οἰκονομικά. Ὅποτε ἐπενέβη ἡ Πολιτεία ἢ καὶ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία στὰ περιουσιακὰ τῶν Μονῶν, ἀντὶ γιὰ ἀξιοποίηση αὐτῶν γιὰ τὸ κοινὸ καλό, ἔγινε δυστυχῶς τὸ ἀντίθετο: ἔγινε δηλαδὴ κατασπατάληση καὶ κατάχρηση. Ἐξανεμίστηκε ἡ περιουσία, ὅπως συμβαίνει ἐν γένει καὶ μὲ τὴν Ἐθνικὴ περιουσία, ὅταν ἀναλαμβάνουν διάφοροι φορεῖς νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν γιὰ τὸ κοινὸ καλό. Τί παράδοξο!
Μὲ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη, βεβαίως, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Νόμος 590/1977, Φ.Ε.Κ. 146Α) εὐτυχῶς ἀποκαθίσταται ἐν πολλοῖς ἡ τάξη. Τὰ δικαιώματα πλέον τοῦ Ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου καθορίζονται ὡς ἑξῆς:
α) κανονικὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐν ταῖς Ἱεραῖς Ἀκολουθίαις β) χειροθεσία τοῦ Ἡγουμένου γ) ἔγκριση τῆς κουρᾶς τῶν Μοναχῶν δ) ἀνάκριση τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων ε) μέριμνα διὰ τὴν κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας λειτουργίαν τῆς Μονῆς στ) ἔλεγχος τῆς νομιμότητας τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως αὐτῆς.
Τοιουτρόπως, ἐξασφαλίζεται στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν Μοναχῶν ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἡ ἐκκλησιαστικότητα, ἡ διοχέτευσις τῆς Θείας Χάριτος καὶ εὐλογίας στὰ ἔργα τους, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ ἑνότητά τους διαμέσου τοῦ Ἐπισκόπου μὲ Τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Παραλλήλως, ἀποφεύγεται ἡ ἀσυδοσία, ἡ ἰδιορρυθμία, οἱ νεωτερισμοί, οἱ αὐθαιρεσίες, ἰδιοτέλειες ἢ ἐμπάθειες προσώπων, διότι ὅλοι καὶ ὅλα ἐλέγχονται βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τοῦ Καταστατικοῦ τῆς Μονῆς. Διατηροῦνται Πρακτικὰ καὶ καταγράφονται οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ δραστηριότητες τῆς Μονῆς, ὅπως ἐξάλλου καταχωροῦνται τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, οἱ δωρεές, τὰ ἔσοδα καὶ τὰ ἔξοδα. Ὅλα αὐτὰ διασφαλίζουν πρωτίστως τὴν ἴδια τὴν Μονή:
α΄) καὶ ὡς πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ διαπιστώσει τὴν νομιμότητα καὶ νὰ ἐπέμβει μόνο ὅταν τεκμηριωμένως ἐμφανίζεται κανονικὸ παράπτωμα, ἀλλὰ
β΄) καὶ ὡς πρὸς τὰ μέλη τῆς Ἀδελφότητος μεταξύ τους, διότι ἔτσι ὅλοι κάνουν ὑπακοὴ σὲ προκαθορισμένους Κανόνες καὶ στὸν Ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς μὲ τὴν σειρά του ὑποτάσσεται στὴν Ἀδελφότητα ποὺ τὸν ἐπιλέγει∙ αὐτὴ τὴν Ἀδελφότητα διακονεῖ ὡς ἔσχατος διάκονος καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κάνει τίποτα ἄνευ τῆς «βουλῆς» (:ἀποφάσεως) καὶ «εἰδήσεως» (:ἐνημερώσεως) αὐτῆς.
Ἡ ὑγιὴς σχέση Ἐπισκόπου καὶ Μονῶν ὄχι μόνο δὲν καταστρατηγεῖ τὴν λεγομένη «ἐποπτεία» τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὴν ἐπιδιώκει ὡς πατρικὴ προστασία. Δεδομένου ὅμως ὅτι:
α΄) Ἡ ἐποπτεία τοῦ Ἐπισκόπου δὲν ἔγκειται μόνο στὰ Μοναστήρια, ἂν αὐτὰ λειτουργοῦν βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ ἔγκειται ἐν γένει στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἄρα καὶ στοὺς πολιτικοὺς καὶ στοὺς πολίτες, ἀμερολήπτως καὶ ἀπροσωπολήπτως. Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων ἔλεγξε τὸν Αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Μέγα γιὰ φόνο. Ἄλλοι Ἐπίσκοποι ἔλεγξαν Αὐτοκράτορες γιὰ τρίτο γάμο ἢ γιὰ παραπτώματα προσωπικοῦ βίου. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ἔλεγξε τὴν Αὐτοκράτειρα Εὐδοξία γιὰ σφετερισμὸ τοῦ ἀγροῦ τῆς πτωχῆς χήρας.
β΄) Ἡ ἐποπτεία ἐφαρμόζεται πατρικῶς καὶ ὄχι ἀστυνομευτικῶς-κατασκοπευτικῶς, ἀμερολήπτως καὶ ὄχι ἰδιοτελῶς ἢ ὑπονομευτικῶς, ἐπιεικῶς καὶ ὄχι αὐταρχικῶς. Καὶ ἐλέγχονται ὅλοι μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη καὶ οἱ διοικοῦντες, οἱ προεστῶτες, οἱ Ἐπίσκοποι. Δὲν ὑπάρχουν αὐθεντίες καὶ ἀλάθητοι Πάπες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιστᾶ τὴν προσοχὴ στὸν Ἀπόστολο Τίτο, Ἐπίσκοπο Κρήτης, προτρέποντάς τον νὰ ἐποπτεύει: «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ» (Τιτ. α΄ 5). Ἀλλὰ συνεχίζει: «Δεῖ γὰρ τὸν Ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς ΘΕΟΥ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον… μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ…» (Τιτ. α΄7) (:Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς σὲ ἀφῆκα στὴν Κρήτη, διὰ νὰ συμπληρώσεις τὰ ἐλλείποντα… Διότι πρέπει ὁ Ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἄμεμπτος καὶ ἀκατηγόρητος ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς ἐπιστάτου ἐκ μέρους Τοῦ ΘΕΟΥ, ὄχι αὐθάδης, οὔτε εὐερέθιστος καὶ ὀργίλος… νὰ μὴ χειροδικεῖ, νὰ μὴ ἐπιδιώκει παράνομα καὶ αἰσχρὰ κέρδη…)
γ΄) Ἡ Μονὴ δὲν εἶναι ἐνορία. Ἔχει ἄλλες ἰδιαιτερότητες καὶ χρήζει ἄλλης ἀντιμετωπίσεως στὸ θέμα τῆς αὐτοδιοικήσεως καὶ τοῦ οἰκονομικοῦ ἐλέγχου.
Ἐπίλογος
Στῶμεν καλῶς! Ὅλοι χρήζομεν αὐτοκριτικῆς καὶ αὐτοελέγχου. Οἱ Μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦν ὡς πρόσχημα τὸν Μοναχισμὸ καὶ νὰ αὐθαιρετοῦν, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι δὲν πρέπει μὲ πρόφαση τὸν οἰκονομικὸ ἔλεγχο νὰ ἐπεμβαίνουν, γιὰ νὰ διαμορφώσουν κατὰ τὸ δοκοῦν τὴν λειτουργία τῆς Μονῆς. Τὰ Μοναστήρια εἶναι ἡ ἀσφαλιστικὴ δικλὶς τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ πρέπει νὰ τὰ προστατεύουμε, ὄχι νὰ τὰ ἀποσυνθέτουμε. Ἐξάλλου, καὶ τὸ σταυροπηγιακὸ σύστημα ἐκεῖ στόχευε: στὴν ἐνίσχυση τῶν Μονῶν μὲ ἀνεξαρτησία τόσο ἀπὸ τὴν Πολιτεία, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Διοίκηση, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μποροῦν ἔτσι νὰ βοηθοῦν σὲ κρίσιμες περιόδους καὶ τοὺς δύο τομεῖς!
Καὶ κατακλείοντες, νὰ ποῦμε: ἡ Ἐκκλησία, εἴτε ἐν ταῖς Μοναῖς εἴτε ἐν τῇ Διοικήσει, δὲν φοβᾶται τοὺς ἐλέγχους. Ἀντιθέτως, τὰ μέλη της εἶναι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ ἕτοιμα γιὰ κάθε ἔλεγχο, διότι πορεύονται ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι πρὸς τὸν μεγάλο, τὸν ἔσχατο ἔλεγχο: τὴν τελικὴ ἀπολογία ἐν ὥρᾳ κρίσεως. Ἂς εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι καὶ μὴ σκορπίζουμε τὶς δυνάμεις μας σὲ ἀποπροσανατολιστικοὺς ἐλέγχους, ποὺ δὲν εἶναι κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ τοῦ κοινωνικοοικονομικοῦ καὶ πολιτικοῦ συστήματος τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους. Ἂς φροντίζουμε ὁ καθένας μας μὲ τὴν καλὴ διακονία, γιὰ καλὴ ἀπολογία!
Στίς 6 Ἰουνίου, ὅπως ἔχει ἤδη ἀνακοινωθῆ, ἐκδικάζεται ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἡ προσφυγή τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων κατά τοῦ ἀντιμοναστικοῦ νέου κανονισμοῦ, ὑπ’ ἀρ. 337/2021 (ΦΕΚ 37/Α/28-2-2022), στόν ὁποῖο ἐξισώνονται τά Ἱερά Ἡσυχαστήρια μέ τίς Ἱερές Μονές δημοσίου Δικαίου καί τά θέτουν ὑπό τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ ἐπιχωρίου Μητροπολίτη. Μέ αὐτόν τόν τρόπο τά Ἡσυχαστήρια χάνουν τήν αὐτοδιοίκησή τους, παρ’ ὅτι εἶναι ἀναγνωρισμένα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τήν Πολιτεία ὡς ἑνώσεις προσώπων ἰδιωτικοῦ Δικαίου. Ἔτσι, μέ τόν νέο κανονισμό δίνεται στόν ἑκάστοτε Μητροπολίτη ἡ δυνατότητα νά τροποποιῆ κατά τό δοκοῦν τά καταστατικά καί τόν κανονισμό λειτουργίας τους χωρίς τήν συγκατάθεση τῶν μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων. Καί μάλιστα τήν στιγμή πού οἱ ἱδρυτές τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, ὁσιακῆς βιοτῆς ὅλοι, ὅπως οἱ ἅγιοι Νεκτάριος Αἰγίνης, Παΐσιος Ἁγιορείτης, Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης καί ἄλλοι, κατά τήν ἵδρυση τῶν Μονῶν τους εἶχαν τήν ἐπιθυμία νά τίς κατοχυρώσουν ὡς Νομικά Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ καί ὄχι Δημοσίου Δικαίου.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως στήν ἰδιόγραφη Διαθήκη του πού κατέλιπε στήν ἀδελφότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης ἔγραφε «…διατάσσω, ὅπως ἅπασα ἡ κινητὴ καὶ ἀκίνητος περιουσία μου, ἡ μετὰ θάνατον εὑρεθησομένη ὁπουδήποτε, εἴτε ἐξ ἀγορῶν ἤ δωρεῶν ἤ ἀνταλλαγῶν, ἅπασα ἡ βιβλιοθήκη μου, τὰ ἐκδιδομένα συγγράμματά μου καὶ τὰ ἀνέκδοτα χειρόγραφά μου, ἅπαντα τὰ τιμαλφῆ ἱερὰ ἤτοι ἄμφια, σταυροί, ἐγκόλπια, μίτρα, πατερίτσαι, ἅπαντα τὰ ἱερὰ σκεύη, θέλω νὰ μείνουν ἐσαεὶ κτῆμα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς (τοῦ Ἱεροῦ Παρθενῶνος) ἀναπαλλοτρίωτον καὶ θὰ διαμένωσιν εἰς τὴν κυριότητα τῶν εἰρημένων ἀδελφῶν παρθένων μοναχῶν».
Θέλουμε νά πιστεύουμε ὅτι ἡ Δικαστική ἐξουσία θά ἀρθῆ στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί θά ἀκυρώση τόν νέο κανονισμό περί Ἡσυχαστηρίων, συμφωνόντας μέ τήν προηγούμενη πάγια νομολογία του. Καί θά ἀποτρέψη τήν προσπάθεια κατάλυσης τοῦ αὐτοδιοικήτου τῶν Ἡσυχαστηρίων, διότι στήν πραγματικότητα μέ τόν νέο κανονισμό δέν μιλᾶμε γιά μία ἁπλή διοικητική τροποποίηση, ἀλλά γιά τήν ἴδια τήν ὕπαρξη τοῦ θεσμοῦ τῶν Ἡσυχαστηρίων.