Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η αθέατη πλευρά της Επανάστασης του Φοίνικα
Στέργιος Π. Ζυγούρας
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟ 1820 ΣΤΗΝ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ; ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ 24-2-1821;
Μια βασική θέση πολλών ιστορικών του 20ου αιώνα για την Επανάσταση του 1821, είναι ότι έγινε κατά μίμηση της Γαλλικής. Για να το αποδείξουν, χρησιμοποιούν -μεταξύ άλλων- το επιχείρημα του διαφωτισμού, την φράση του Κολοκοτρώνη για την Γαλλική Επανάσταση και τον Ναπολέοντα, την βασική προκήρυξη του Υψηλάντη, τα τρία Συντάγματα. Για τον διαφωτισμό και την χρονική αλληλουχία Ελληνικής και Γαλλικής Επανάστασης μιλήσαμε πρόσφατα. Για τον Κολοκτρώνη: οι ίδιοι ιστορικοί (που συχνά τον περνάνε γενεές δεκατέσσερις για την «ιδιοτελή» και «τοπικιστική» στάση του) ξεχνούν να διαβάσουν δυο γραμμές πιο κάτω: Όχι μόνον δεν δηλώνει οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, αλλά εξηγεί γιατί είπε πως αυτοί «άνοιξαν τα μάτια του κόσμου»: «δι’ αυτό είναι δυσκολότερο να διοικήσεις τώρα λαό». Ο Κολοκοτρώνης θα πει και κάτι άλλο: «Η Επανάστασις η δική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος». Αυτό είναι μερικώς σωστό, όχι γιατί ο Κολοκοτρώνης δεν ήξερε τι του γινόταν, αλλά επειδή απέφυγε ως το τέλος να εξηγήσει ποιος και γιατί κίνησε την Επανάσταση της οποίας έγινε άτυπος αρχηγός μέχρι να φτάσει ο Καποδίστριας. Τα Συντάγματα: η μεγαλύτερη πλάνη είναι ότι οι «συνταγματικοί» ήταν αντιμοναρχικοί. Μοναρχικοί και ταυτόχρονα συνταγματικοί ήταν όλοι οι πρωταγωνιστές, αμφοτέρων των παρατάξεων. Η διαφορά βρισκόταν στο είδος του Συντάγματος. Τα ελληνικά Συντάγματα περιέγραφαν μια Επανάσταση διαφορετική από του Υψηλάντη. Ήταν κομμένα και ραμμένα (ιδιαίτερα το δεύτερο και το τρίτο) πάνω στην εκτροπή της Επανάστασης από τον στόχο της. Έθεταν τις βάσεις για να εξαλειφθεί μεσοπρόθεσμα η δημιουργία ενός υπερεθνικού χριστιανικού κράτους. Οι ιστορικοί παραλείπουν τελείως να εξηγήσουν ότι στόχος της αίτησης για Αγγλική προστασία (1825) ήταν να αποφύγει η Επανάσταση τον Βρετανικό εκβιασμό «ή εμείς ή κανείς», για να επιβιώσει, μέχρι να βρει τρόπο να εξασφαλίσει νόμιμα τον Καποδίστρια. Παραλείπεται δηλαδή το εξής βασικό: η αίτηση προστασίας προς την Αγγλία συντάχθηκε από την «φιλορωσική» πλευρά του Ρώμα (που κατατάχθηκε λανθασμένα στην «φιλοαγγλική» παράταξη. Γι’ αυτό την υπέγραψε και ο αποφυλακισμένος Κολοκοτρώνης. Στόχευε στην αποκατάσταση των ηττημένων του «εμφυλίου», στην ανατροπή του δανειακώς αναδειχθέντα Κουντουριώτη και στην κατάργηση του Συντάγματος. Το τελευταίο πραγματοποιήθηκε στην Επίδαυρο το 1826. Εκεί ξεκίνησε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση που σύντομα διακόπηκε. Συνεχίστηκε το 1827 πρώτα σε δυο ξεχωριστές Συνελεύσεις (Ερμιόνη και Αίγινα), στη συνέχεια, «ενωτικά» στην Τροιζήνα. Η επιλογή του Καποδίστρια έγινε ομόφωνα επειδή οι διαφωνούντες αποχώρησαν. Τα αντίμετρα στην ανάδειξη του Καποδίστρια ήταν η επαναφορά του καταργημένου Συντάγματος (σε λαϊκότερη εκδοχή και σε άλλο μήκος κύματος από την Ιουλιανή Συνθήκη που ακολούθησε) και η εσπευσμένη δράση του ναυάρχου Κόχραν υπέρ του Κιουταχή. Λίγο μετά ακολουθεί η ρωσική συγκατάθεση απελευθέρωσης του Υψηλάντη.
Μόνη γνωστή από τις προκηρύξεις του Υψηλάντη είναι αυτή με τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος«. Η προκήρυξη είναι σκόπιμα αμφίσημη. Έχει προκύψει μετά από έναν τεράστιο κλυδωνισμό εντός της Εταιρείας των Φιλικών (1818) και μια υποκριτική αντίδραση κατά του Υψηλάντη (1820) από την πλευρά των δυτικόφιλων που υποστήριζαν τον Καποδίστρια (!) στην θέση του αρχηγού. Αρχηγού τίνος; Της Επανάστασης, αφού παρά τα λεγόμενα, καμιά απόδειξη δεν υπάρχει που να πιστοποιεί ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγινε ποτέ αρχηγός της Εταιρείας. Αντίθετα, υπάρχουν αποδείξεις, μεταξύ των οποίων και πολλές του ίδιου του Υψηλάντη που πιστοποιούν ότι ο ίδιος δεν έγινε η Αρχή των Φιλικών. Ας δούμε μια, που μάλιστα είναι και χειρόγραφη. Στις 28-9-1820 εκδίδει απόδειξη παραλαβής χρημάτων η οποία γράφει:
Δυνάμει της πληρεξουσιότητος ην έλαβον παρά της Σεβαστής Αρχής των Φιλικών, εδέχθην παρά του κυρίου Ιωάννου Αμβροσίου δυο χιλιάδας πεντακόσια ρούπλια, Νο 2.500, και εις ένδειξιν δίδω το παρόν μου.
Εν Οδησσώ τη 28 Σεπτεμβρίου 1820
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Επίσης, δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ίδρυση της Εταιρείας από την τριάδα της Οδησσού, ή μάλλον, υπάρχουν πολλές ενδείξεις και αποδείξεις ότι σκόπιμα παραπλανητική ήταν και η πρώτη γενικώς παραδεκτή «ιδρυτική» τριάδα: Σκουφάς, Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλος (πριν απ’ αυτήν υπήρξε η εκδοχή Σκουφά, Ξάνθου, Δικαίου η οποία υποστηρίχθηκε και από το περιβάλλον του Υψηλάντη). Ο Υψηλάντης λοιπόν θα πει το 21 ότι κινείται στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά αυτό, όπως θα δούμε, είναι αντίστοιχο με την αποκήρυξη του Πατριάρχη, την αποκήρυξη του τσάρου και τις κραυγές του Καποδίστρια το 1820 «εγώ δεν έχω καμιά σχέση με την Φιλική Εταιρεία» που ετοιμάζει Επανάσταση καπηλευόμενη το όνομά μου. Άλλωστε ο Υψηλάντης δεν θα πει μόνον αυτό. Στο ίδιο κείμενο και σε άλλα κείμενα περιέχεται η αντίθετη δήλωση, που συμπίπτει με τα έργα του και το ευρύτερο παζλ της προεπαναστατικής εικόνας.
Από τον Απρίλιο του 1820 ο Υψηλάντης είναι ο Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Με αυτό τον τίτλο υπογράφει ορισμένα από τα έγγραφα του 1820-21. Στα υπόλοιπα δεν υπάρχει ούτε τίτλος ούτε σφραγίδα. Ο ακριβής τίτλος του με βάση το πρακτικό που εμφανίζονται να συνυπογράφουν στην Πετρούπολη ο Μάνος και ο Ξάνθος είναι «Γενικός Έφορος της Ελληνικής Εταιρείας«. Οι Εφορίες που οργανώνονταν από το 1819 δεν είχαν απλώς στόχο τα χρήματα, αλλά την δημιουργία πυρήνων που δεν θα αμφισβητούσαν τον επαναστατικό στόχο της (αοράτου) Αρχής, πράγμα που έγινε το 1818 στην Κων/πολη. Ο Υψηλάντης το 1820 παραλαμβάνει το σχεδόν άδειο ταμείο και αναλαμβάνει να «εφορεύει και επιστατεί εν πάσιν«. Η ιστορία τον εμφανίζει ως παραλήπτη της Αρχής, αλλά η όλη εξιστόρηση μιας προϋπάρχουσας Κινητικής Αρχής που ανάγεται σε τρεις ιδρυτές παρουσιάζει μεγάλα κενά, σοβαρές αντιφάσεις και μηδενικά τεκμήρια. Η τυπική σχέση του Υψηλάντη με την Φιλική Εταιρεία είναι αδιευκρίνιστη. Η μόνη ξεκάθαρη ιδιότητά του είναι αυτή του αποκλειστικού διαχειριστή της νέας Εταιρείας-βιτρίνας που δημιουργείται για να (ξανα)μαζέψει χρήματα η Φιλική Εταιρεια. Η νέα Εταιρεία-Ταμείο λέγεται «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρεία«. Συμπληρώνει ή υποκαθιστά την αρχική που λεγόταν «Φιλόμουσος Εταιρεία» και από το 1813 «συνεργάζονταν» σ’ αυτήν η Βρετανική και η Ρωσική πολιτική πάνω σ’ έναν «φιλεκπαιδευτικό στόχο» (σχηματικά: Κοραής, Guilford, Thiersch και Καποδίστριας, Ιγνάτιος, Al. Sturdza). Το καταστατικό της Φ.Φ.Γ.Ε.Ε. φέρει μια μόνο υπογραφή: του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Στις μυστικές παραγράφους ο συντάκτης κάνει λόγο για «Εταιρίαρχο», έναν, δηλαδή αρχηγό της Φ.Φ.Γ.Ε.Ε. ο οποίος θα λάβει εξουσιοδότηση από την Αρχή της Φιλικής Εταιρείας να διαχειριστεί τα χρήματα, όταν αυτή αποφασίσει την έναρξη της Επανάστασης. Να σημειώσουμε ότι η Εταιρεία ονομάζεται «Γραικική» και αυτό είναι επίσημο. Στο κείμενο Υψηλάντη-Μάνου-Ξάνθου του οποίου το πρωτότυπο δεν έχουμε, ονομάζεται «Ελληνική». Η Επανάσταση τι θα είναι; Γραικική (εθνική) όπως η Γαλλική ή Ελληνική (υπερεθνική) δηλαδή χριστιανική;
Έχουμε λοιπόν μια «Ελληνική Επανάσταση» συμβολικά ν’ αρχίζει, όταν ο αρχηγός της περνάει με μια κουστωδία 5-10 ατόμων τον Προύθο, ένα ποτάμι που χωρίζει την (τότε) Ρωσική Βεσσαραβία από την Ρωσοτουρκική Μολδαβία. Ο αρχηγός αλλάζει τον τόπο έναρξης των επιχειρήσεων. Το γιατί αρχίζει η Επανάσταση στην Μολδαβία δεν εξηγείται πειστικά από τον Υψηλάντη. Λέει ότι αναγκάστηκε, πιεζόμενος από τις Επαναστάσεις της Ιταλίας ή ότι αποκαλύφθηκε το μυστικό. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε προσχεδιασμός ενός διπλού πολιτικο-στρατιωτικού «αντιπερισπασμού» που επιβεβαιώθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων ως απόλυτα σωστός. Από το 1817 η Εταιρεία επένδυσε τεράστια ενέργεια στρατολόγησης μελών στις ηγεμονίες Μολδαβίας–Βλαχίας που θα τα χαρακτηρίζαμε «Βλάχους, Βούλγαρους, Μολδαβούς, Σέρβους, Έλληνες, Αρβανίτες». Δεν το έκανε για να ενεργήσει αποκλειστικά στην Πελοπόννησο. Όσο για την δράση του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, αυτή είτε απουσιάζει από την ιστορία ώστε να μην αναδεικνύεται η σύνδεση Φιλικής Εταιρείας – Ρωσίας – Αλή πασά, είτε περιγράφεται με τρόπο τέτοιο, ώστε να συνδέεται ο Αλή πασάς με μια Εταιρεία Γραικική και λαϊκή. Το 1821 ο Αλή πασάς έπαιξε τον αντίθετο ρόλο από αυτόν του 1803-1809 και αυτό ήταν μια τεράστια επιτυχία της Εταιρείας που είχε μάθει από το πάθημά της. Η διαφορά ήταν ότι το 1807 ο Αλή, εκτός του εαυτού του, εργαζόταν υπέρ της (αντίθετης στην Επανάσταση) Γαλλίας, ενώ το 1821 δεν εργαζόταν υπέρ της (αντίθετης στην Επανάσταση) Βρετανίας. Αλή πασάς και Υψηλάντης ήλπιζαν ότι άμεσα ή σε μικρό διάστημα η Ρωσία θα άνοιγε πόλεμο με την Πύλη. Ο πόλεμος έγινε, και έδωσε την λύση σε όσα περίεργα ξεκίνησαν το 1821, αλλά με καθυστέρηση 7 ετών. Το ερωτηματικό για την Μολδοβλαχία του 21 γίνεται μεγαλύτερο, όταν ο Υψηλάντης αρχίζει την δράση ένα μήνα νωρίτερα από την ημερομηνία την οποία ο ίδιος είχε ορίσει. Άρα η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» που είχε όντως προσδιοριστεί για την 25η Μαρτίου στην Πελοπόννησο, δεν ξεκινάει ούτε σε «Ελληνικό» έδαφος, ούτε τον Μάρτιο. [Για τον προσδιορισμένο χρόνο έναρξης, πέρα από τις πελοποννησιακές μαρτυρίες, τον Τρικούπη και τον Finlay (!), υπάρχει και η κοινώς αποδεκτή αργία της 25-3-1827 στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας]. Ποιος και γιατί πήρε αυτές τις αποφάσεις; Μαρτυρίες Φιλικών μας βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση.
Ο Ξάνθος μας άφησε ένα πολύτιμο τεκμήριο. Στις 19-3-1821 γράφει από το Ισμαήλ της Βεσσαραβίας: Ο Καλός (Αλ. Υψηλάντης) όμως διορισθείς Γενικός επίτροπος παρά της αρχής, και αρχιστράτηγος του ελληνικού έθνους, και εισακουσθείς μετά του φιλανθρώπου (τσάρου Αλέξανδρου) και του ευεργετικού (Καποδίστρια), έλαβεν διαταγήν να κινήση φανερά δια της Δακίας (Αρχείο του Εμμανουήλ Ξάνθου, Ι.Ε.Ε.Ε., τ. Γ΄, σ. 152). Στην επιστολή της ίδιας ημερομηνίας προς τον Κυριακό Κουμπάρη ο Ξάνθος γράφει το ίδιο με άλλα λόγια: ότι ο Υψηλάντης ξεκίνησε από το Κισινόβιο (πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας) την 21η Φεβρουαρίου «λαβών ανωτέρας διαταγάς» (ό.π. σ. 158). Στα κείμενα που συνέταξε ο Ξάνθος μεταξύ 1835-1845 αποκρύπτει αυτή την πληροφορία, αφού μέσα στο κλίμα όσων έγραφε, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει πώς γίνεται ο Γενικός Επίτροπος και αρχιστράτηγος του Ελληνικού έθνους να λαμβάνει και να εκτελεί διαταγές άνωθεν. Οι επιστολές αυτές έγιναν για πρώτη φορά γνωστές το 2002 και -αναμενόμενο- δεν εξέπληξαν τους πανεπιστημιακούς ιστορικούς. Στο αρχείο του Ξάνθου βρίσκεται πληθώρα αξιοποιήσιμου υλικού που επιβεβαιώνει την εκβιαστική πίεση υπό την οποία ευρισκόμενος ο Ξάνθος, έγινε άθελά του ο ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας και μιας Επανάστασης η οποία δήθεν ξεπήδησε από την κοινωνική μεσότητα και την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου. Μάλιστα, η τύφλωση της Ιστορίας εδώ είναι απόλυτη, επειδή ο Ξάνθος είχε δημοσιεύσει το 1845 το καταστατικό (φανερό και κρυφό) της Εταιρείας του 1820 την οποία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα διαχειριζόταν με εντολή της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας.
Η διπλή πληροφορία του Ξάνθου ήρθε να επιβεβαιώσει τον φιλικό Αθ. Ξόδιλο, ο οποίος είχε κάνει λόγο για απόφαση του Υψηλάντη να ξεκινήσει την Επανάσταση μετά από γράμμα το οποίο έλαβε στις 17-2-1821 από το Τροπάου (δημοσίευση του 1964 που επίσης πέρασε «στα ψιλά»). Και σ’ αυτή την μαρτυρία «ένοχος» της υπόθεσης φαίνεται ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος -φυσικά- εκπροσωπεί τον τσάρο Αλέξανδρο. Ο τελευταίος αποφασίζει πότε ο Υψηλάντης θα βγει στο θέατρο του παραλόγου, πράγμα απόλυτα φυσιολογικό και μόνο από το γεγονός ότι ο τσάρος είναι βασικός χρηματοδότης στην Εταιρεία της οποίας ο Υψηλάντης είναι Γενικός Επίτροπος. Τσάρος και Καποδίστριας θα αρνηθούν στη συνέχεια τον Υψηλάντη, όχι όμως όπως ο Πέτρος τον Χριστό. Και θα τον αρνηθούν στα μάτια του κόσμου, εφόσον οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γνωρίζουν το ποιος και γιατί. Ο τσάρος, ως εγγυητής της Μολδοβλαχίας και «αμέτοχος» των γεγονότων, θα δώσει έγκριση στον Σουλτάνο για είσοδο τουρκικών στρατευμάτων. Μια βασική μάχη θα είναι αρκετή για να διαλύσει τον ήδη αποσυσπειρωμένο στρατό του Υψηλάντη. Όλη αυτή η εικόνα μας οδηγεί στο πιθανό συμπέρασμα ότι ο Υψηλάντης γνώριζε λιγότερα από όσα ο τσάρος με τον Καποδίστρια είχαν σχεδιάσει.
Η φυλάκιση του Υψηλάντη στην Αυστρία είναι ρωσική, το ίδιο και η αποφυλάκισή του. Η φυλάκιση απαλλάσσει τον τσάρο από την ενοχλητική δίκη και απολογία του υπασπιστή του, η αποφυλάκιση γίνεται από τον επόμενο τσάρο, αφού έχει υπογραφεί η τριμερής Ιουλιανή Συνθήκη στο Λονδίνο. Ντοκουμέντα δείχνουν ότι η Αυστρία εκτέλεσε ένα ρωσικό σχέδιο, φροντίζοντας να εκμεταλλευτεί προς το συμφέρον της την αιχμαλωσία του Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος μαζί με τ’ αδέρφια του Νικόλαο και Γεώργιο θα περάσουν τα σύνορα Βλαχίας-Αυστρίας με ελληνικά ψευδώνυμα και υπόσχεση διαφυγής στην Αμερική μέσω Αμβούργου. Θα κρατηθούν στην Αυστρία με γερμανικά ψευδώνυμα και οι όροι της αιχμαλωσίας θα είναι να μην δραπετεύσουν και να μην αποκαλύψουν τον τόπο κράτησής τους. Τους απαγορεύτηκε να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε πέρα από την μητέρα τους και κάποια πρόσωπα στην Ρωσία μέσω ανοιχτής αλληλογραφίας. Η ελλαδική ιστορία και η ελλαδική Πολιτεία θα τους επιφυλάξει παρόμοια συμπεριφορά. Ο Υψηλάντης θα μείνει στα ψιλά, στα ηρωικά ανεξήγητα και στα προσεκτικά φυλασσόμενα συρτάρια. Η δράση του θα χαρακτηρισθεί -έμμεσα ή άμεσα- «παράλληλη Επανάσταση«, άλλη δηλαδή από την «Ελληνική» της Πελοποννήσου. Η δράση του Κωνσταντίνου Υψηλάντη (πατέρα) και του Αλέξανδρου Υψηλάντη (παππού) θα μείνουν στα φαναριώτικα αζήτητα και ένας μεταλλαγμένος Ρήγας θα έρθει να πλαισιώσει τον επαναστάτη Κοραή σ’ ένα τεχνητό υποστύλωμα στο οποίο θα επικαθήσει η «ιδέα του Ξάνθου». Στα έξι χρόνια της απομόνωσής του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν θα έχει επιλογές. Τα όσα τυχόν έγραψε, υποχρεώθηκε να τα καταστρέψει, αφού όχι μόνο δεν θα έφταναν στου κατάλληλους παραλήπτες, αλλά θα χρησιμοποιούνταν εναντίον του. Η εμπιστοσύνη του κλονίστηκε λίγους μήνες μετά την φυλάκισή του. Στο επόμενο διάστημα φαίνεται ότι κατανόησε το νόημα του μαρτυρίου του. Στον ελάχιστο χρόνο που έμεινε ζωντανός μετά την υπό όρους αποφυλάκισή του θα παραμείνει εσωτερικά εγκλωβισμένος μεταξύ της ανάγκης του για αποκάλυψη της αλήθειας και του χρέους του να πιει σιωπηρά το πικρό ποτήρι (που καθυστερημένα αντιλήφθηκε πλήρως) μέχρι τέλους. Θα θέλει, αλλά δεν θα μπορεί να εξηγήσει, γιατί επικαλέστηκε την Ρωσία ως επερχόμενη δύναμη και γιατί δεν παραιτήθηκε από την ρωσική υπηρεσία πριν αναλάβει το έργο του. Ο Υψηλάντης θα πεθάνει λίγο πριν αρχίσει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που περίμενε. Θα προλάβει όμως να γράψει το 1828 στον τσάρο Νικόλαο ότι ο Καποδίστριας είχε εγκρίνει όλα τα σχέδια της Επανάστασης και ότι τον συμβούλεψε να βγει στην Μολδαβία χωρίς να έχει παραιτηθεί από τον ρωσικό στρατό. Λέει σχεδόν καθαρά ότι ο Καποδίστριας είχε αναλάβει να ενημερώσει τον τσάρο. Ο Καποδίστριας, δυο χρόνια νωρίτερα, (σ’ ένα κείμενο που αγνοούσε ο Υψηλάντης) απευθυνόμενος επίσης στον τσάρο Νικόλαο, είχε αρνηθεί κάθε ανάμειξή του στην Επανάσταση μέσω της Φιλικής Εταιρείας και μέσω του Υψηλάντη. Είχε δηλαδή δώσει διαπιστεύσεις προς τις ευρωπαϊκές αυλές (εκεί ουσιαστικά απευθυνόταν) ότι θα αναλάμβανε την διακυβέρνηση ενός κράτους που η Βρετανία επέτρεπε να δημιουργηθεί ως πελοποννησιακό έθνος-κράτος και με όρους που αυτή και η Ρωσία έθεταν την περίοδο της πτώσης του Μεσολογγίου. Η πλήρης δημοσίευση του Καποδιστριακού κειμένου στον 20ο αιώνα αντιμετωπίστηκε με τρόπο που τραβάει την προσοχή. Βαφτίστηκε «αυτοβιογραφία», ερμηνεύτηκε μέσα στον μέσο όρο των διιστάμενων απόψεων, στη συνέχεια πειράχτηκε ανεπαίσθητα και χαρακτηρίστηκε από την νεωτερικότητα ως κείμενο «θαυμαστής ειλικρίνειας»· πράγμα που ταυτόχρονα σήμαινε ότι ο Υψηλάντης ήταν ένας επικίνδυνος αιθεροβάμων και ψευδόταν ακόμα και ετοιμοθάνατος. Αν στις πολλαπλές διαψεύσεις και προδοσίες που υπέστη στην Μολδοβλαχία πρέπει να προστεθούν και οι διαταραγμένες σχέσεις του με τα δυο του αδέρφια λόγω διαφορετικής αντίληψης και δράσης μέχρι το Δραγατσάνι, τότε η κατάστασή του ήταν περισσότερο τραγική απ’ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Το τελευταίο, συνεπώς, που θα περίμενε κάποιος να πει δημόσια, βγαίνοντας από την φυλακή ήταν «Πρώτα απασχόλησα πολυπληθή τουρκικό στρατό επί εξάμηνο. Στη συνέχεια, αν και φυλακισμένος, κράτησα τουρκικά στρατεύματα στην Μολδοβλαχία έως την συνθήκη του Άκκερμαν (1826) για τον φόβο ενός ρωσοτουρκικού πολέμου». Και όντως, δεν το έκανε.
Πώς έμεινε γνωστός ο Υψηλάντης; με πολλούς τίτλους ή χαρακτηρισμούς που δείχνουν το σύνθετο πρόβλημα: Γενικός Έφορος, Γενικός Επίτροπος, Γενικός Αρχηγός, Υπέρτατος Αρχηγός, Αρχιστράτηγος. Ρομαντικός ποιητής; Ναι. Εθνεγέρτης; ενίοτε. Πρίγκιπας; Μερικές φορές, αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική εξήγηση του τίτλου που έφεραν οι διοριζόμενοι ηγεμόνες Βλαχίας-Μολδαβίας. Κάποιοι, θέλοντας εκείνη την εποχή να τον μειώσουν, θα τον έλεγαν «Οσποδάρο» ή «Φαναριώτη». Ο δεύτερος όρος έμεινε μέχρι σήμερα και προσπαθεί, όπως τότε, να προσδώσει χαρακτήρα με πλάγιο και ισοπεδωτικό τρόπο. Όταν ο ρόλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη τελείωσε, η Ρωσία τον έστειλε από την Βλαχία στην «Αμερική» ως Δημήτριο Παλαιογενείδη, η Αυστρία τον κράτησε αιχμάλωτο ως βαρώνο Σένβαρτ (Schönwarth).
Σύντομες ερωτήσεις – απαντήσεις για τον αρχηγό της Επανάστασης
- Τι θα γινόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αν πετύχαινε η Επανάσταση; Αρχηγός του κράτους.
- Ποιος έγινε αρχηγός στην θέση του; Ο Καποδίστριας. Αυτός που παραδέχτηκε ότι η θέση του ανήκε στον Υψηλάντη.
- Ποιος καθοδηγούσε τον Υψηλάντη και από το 1814 είχε καθορίσει την εξέλιξη των πραγμάτων; Ο Καποδίστριας, αρχηγός της Εταιρείας του Φοίνικα που βρισκόταν στο τιμόνι της Εταιρείας των Φίλων (Φιλικών) και είχε έδρα την Μόσχα και την Ζάκυνθο.
- Τι δεν έγινε ποτέ ο Υψηλάντης; Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας στην οποία τυπικός αρχηγός ήταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, ουσιαστικός αρχηγός ήταν ο Καποδίστριας.
- Ποια σημαία ύψωσε ο Υψηλάντης στην Μολδαβία; Την τρίχρωμη σημαία με το σήμα του Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του, με τον Σταυρό συνοδευόμενο από το σύνθημα «Εν τούτω νίκα» και με τους ιδρυτές του χριστιανικού κράτους Κωνσταντίνο και Ελένη.
- Ποια σημαία θα γινόταν η επίσημη του ελληνικού κράτους αν επικρατούσε η πλευρά Καποδίστρια-Υψηλάντη; Η σημαία του Φοίνικα.
Δεκάδες ερωτήματα ξεπηδούν από αυτές τις γενικές τοποθετήσεις. Δεν θα τις υποβάλλουμε, γιατί δεν πρόκειται για μια ολοκληρωμένη πραγματεία σχετικά με την Επανάσταση που προσπαθούσε επί δεκαετίες να ξεκινήσει μέσω διεθνών μηχανισμών και διασυνδέσεων. Θα επικεντρωθούμε τώρα στα αρχικά κείμενα του Υψηλάντη. Στην κεντρική του προκήρυξη θα δηλώσει ότι ο πόλεμος διεξάγεται υπέρ Πίστεως ΚΑΙ Πατρίδος. Εκεί βρίσκεται η κεντρική αμφισημία που περικλείεται στα εξής σημεία: α) κινούμαστε εις μίμησιν των λαών της Ευρώπης υπέρ δικαιωμάτων και ελευθερίας (έμμεση αναφορά στην Γαλλία, άμεση αναφορά στην Ισπανία), β) κινούμαστε για την επαναφορά της ελευθερίας κατά μίμηση της κλασικής Ελλάδας που νίκησε την αυτοκρατορία των Περσών και τους εντόπιους τυράννους (ιδιαίτερη αναφορά στους Αρμόδιο και Αριστογείτονα) γ) έμφαση στις λέξεις-κλειδιά «τυραννία, δεσποτισμός«. Τα σημεία αυτά και ιδιαίτερα το πρώτο και το τρίτο υπονοούν μια «πατρίδα» στον τύπο του έθνους-κράτους, άρα οι «Έλληνες» που αναφέρονται τέσσερις φορές είναι οι «εθνικοί» με την νεωτερική έννοια. Μπορούν όμως να συμβαδίζουν όλα αυτά με την ταυτόχρονη αναφορά σε «Σέρβους«; Μπορούν αυτά να γίνουν με την ύψωση του σημείου δι’ ου πάντοτε νικώμεν; δηλαδή τον Σταυρόν; Η κατάταξη των Σέρβων στους «Έλληνες» είναι τυχαία; Όχι, ιδιαίτερα αν γνωρίζουμε ότι στους βασικούς οργανωτές της επανάστασης των Σέρβων πριν 16 χρόνια περιλαμβανόταν και ο πατέρας του Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ως ηγεμόνας της Βλαχίας και παράγοντας της ρωσικής πολιτικής. Ακόμη λιγότερο τυχαία είναι η αναφορά στην επιγραφή με την οποία ο Κωνσταντίνος νικά το 312 τον συναυτοκράτορα Μαξέντιο και καθίσταται ο μοναδικός κυρίαρχος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία μετουσιώνει σε Χριστιανική. Μια πρώτη παρατήρηση λοιπόν, λέει ότι ο Υψηλάντης και οι όπισθεν αυτού ευρισκόμενοι δεν ήταν σχιζοφρενείς ώστε να επιδιώκουν ταυτόχρονα ένα εθνικό και ένα υπερεθνικό κράτος.
Σε ποιούς «Έλληνες» απευθύνεται ο Υψηλάντης; Ποια είναι η ταυτότητα της Ελληνικής Επανάστασης; Είναι η αντίθετη της Επανάστασης των Γραικών, την οποία με πάθος υποστήριζε ο Κοραής την περίοδο του Ναπολέοντα. Ο Υψηλάντης αναφέρεται ξεχωριστά σ’ αυτούς. Στην σύντομη προκήρυξη προς τους εντόπιους Γραικούς της Μολδαβίας και της Βλαχίας ο αρχηγός δεν τηρεί τις ισορροπίες «πίστεως ΚΑΙ πατρίδος». Λέει καθαρά αυτό που κάνει, αυτό που έκαναν ο πατέρας του και ο παππούς του, αυτό που προωθεί η ρωσική πολιτική και ο Καποδίστριας. «Γραικοί» είναι οι χριστιανοί που μιλούν ελληνικά. Αυτοί καλούνται μαζί με όσους μιλούν σερβικά, βουλγαρικά, αρβανίτικα, βλάχικα να κινηθούν ως «ΕΛΛΗΝΕΣ«. Ο Φοίνικας των Ελλήνων απλώνει πάλι τις πτέρυγές τους και καλεί όλους τους Έλληνες να νικήσουν μέσω του σημείου που πάντα τους οδηγούσε στην νίκη: μέσω του Σταυρού. «Έλληνες» σημαίνει «χριστιανοί ορθόδοξοι» και «Ελληνικό κράτος» σημαίνει «πολυεθνικό κράτος ορθοδόξων». Για «προπατορικές σημαίες» μιλάει ο Υψηλάντης. Ποιες είναι αυτές; «Πατρίδα» σημαίνει «πατρότητα» και αυτή για τον χριστιανό συνοψίζεται στο «Πάτερ ημών» και πηγάζει από την πίστη «εις ένα Θεό, Πατέρα, παντοκράτορα». Συνεπώς ο χριστιανός «πατριώτης» δεν μπορεί να είναι αυτός που υπηρετεί έναν πολιτικό νόμο αντίθετο προς τον νόμο του Θεού και ο «πολίτης» της Γαλλικής Επανάστασης είχε αυτήν ακριβώς τη σημασία.
Στο μικρό βίντεο που ακολουθεί ο ήχος ενός παλιού ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ συνοδεύεται από νέο οπτικό υλικό, που δείχνει ορισμένες λογοκριμένες εικόνες του αθέατου 1821.
Ποια άλλα κείμενα της Εταιρείας απουσιάζουν από την ιστορία; Η προκήρυξη «Φίλτατοι ομογενείς Γραικοί χαίρετε!» η οποία είναι ανυπόγραφη. Συνενώνει το πνεύμα της Φ.Φ.Γ.Ε.Ε. και το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», χωρίς να περιλαμβάνει τις αναφορές στις Ευρωπαϊκές Επαναστάσεις. Ο όρκος του Ιερού Λόχου. Ό,τι συνδέει την Εταιρεία με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, όπως η αναφορά του Ξάνθου για τον μυημένο Πατριάρχη, οι αποστολές του Δ. Θέμελη και του Α. Παππά με τα συστατικά του Πατριάρχη, η παρέμβαση του Πατριάρχη για την ομαδική προσχώρηση των Μανιατών στην Εταιρεία, το γράμμα του Υψηλάντη στον Κολοκοτρώνη από την Βεσσαραβία (29-1-1821) ότι θα ακολουθήσει αφορισμός του Πατριάρχη που δεν πρέπει να ληφθεί υπόψιν, η επικοινωνία Υψηλάντη-Πατριάρχη, η αιτία απαγχονισμού του Πατριάρχη. Απουσιάζει η πατριαρχική αποκήρυξη η οποία απενοχοποιεί τους Φιλικούς έναντι του Θεού, λύνοντας τον όρκο τους. Απουσιάζει επίσης το τελευταίο ανακοινωθέν του Υψηλάντη ως αρχηγού (από το Ρίμνικο), λίγο πριν περάσει τα σύνορα προς την Αυστρία. Εκεί καταγγέλλει ονομαστικά τους Σάββα, Δούκα, Μπαρλά, Μάνο Γ., Σούτσο Γρ., Σκούφο, Καραβιά και απευθυνόμενος προς τους στρατιώτες που λιποτάκτησαν λέει μεταξύ άλλων:
…επροδόσατε Θεόν και πατρίδα· επροδόσατε και εμέ εις την στιγμήν, καθ’ ην ήλπιζα ή να νικήσω, ή να συναποθάνω μαζί σας ενδόξως. … Τρέξετε εις τους Τούρκους, τους μόνους αξίους φίλους των φρονημάτων σας· … τρέξατε εις τους Τούρκους και καταφιλήσετε τας χείρας των, από τας οποίας ακόμη στάζει το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων υπουργών της θρησκείας Πατριαρχών, Αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών σας.
Τι νόημα θα είχε η λύση του όρκου της Φιλικής από τον Πατριάρχη, αν όσοι τον έδιναν, γνώριζαν ότι αυτός δεν δινόταν στο όνομα του τριαδικού Θεού; Γιατί ο πρώτος που θα έπρεπε να θεωρήσει «προδοσία» τον αφορισμό (ο αφορισμένος Υψηλάντης) όχι μόνον δεν το έκανε, αλλά κατέταξε τον Πατριάρχη στους μάρτυρες της ελευθερίας; Και πώς μπορούσε να μην γνωρίζει προκαταβολικά ο Υψηλάντης για την τουρκική στάση (και τις όπισθεν αυτής πολιτικές πιέσεις ορισμένων ξένων πρεσβειών στην Κων/πολη) και να μην παροτρύνει τους πάντες μέσω του Κολοκοτρώνη; Τα ίδια ακριβώς είχαν γίνει το 1804, την περίοδο που ο πατέρας του στην Βλαχομολδαβία βρισκόταν σε διασύνδεση με την Ρωσία και τα Επτάνησα και έβλεπε τον Ζαχαριά και τον Κ. Κολοκοτρώνη στην θέση που το 1821 βρισκόταν ο γιός του τελευταίου. Αυτά, οι προεκτάσεις τους και τα παρόμοια θέματα απουσιάζουν με ευθύνη όλων των ιστορικών. Το αποτέλεσμα αυτών των κενών είναι η διαιώνιση μιας φιλολογίας που στην καλυτερη περίπτωση συνοψίζεται στον διαχωρισμό στάσης μεταξύ «ανώτερου και κατώτερου κλήρου» ή στην φράση «ποια ήταν η συνεισφορά της Εκκλησίας στην Επανάσταση;» Ας δούμε τώρα πώς αντιστρέφεται και το «εύκολο» κομμάτι της ιστορίας.
Στον βαθμό που ο Υψηλάντης δεν μπορούσε να απουσιάζει από την νεωτερική ιστορία του 20ου αιώνα, έπρεπε να εμφανιστεί κι αυτός ως «εκσυγχρονιστής». Η επιλεκτικά διαβασμένη κεντρική του προκήρυξη ήταν ό,τι έπρεπε και το σαθρό ιστορικό πλαίσιο ήταν το εξής: Όταν ο τσάρος Αλέξανδρος δήλωσε άγνοια και αποδοκίμασε τον υπασπιστή του, όταν ο Πατριάρχης καταδίκασε την Επανάσταση, όταν σύσσωμα τα «χριστιανικά» ανακτοβούλια αποδοκίμασαν τον Υψηλάντη κι αυτός «απέτυχε» στην Μολδοβλαχία, η δυτικόφιλη ελληνική πλευρά μπορούσε να ισχυριστεί ότι όλοι οι χριστιανοί αποποιήθηκαν μια Επανάσταση, γιατί [άρα] αυτή ήταν εθνική-νεωτερική. Μάλιστα, ο τσάρος ήταν ο ιδρυτής της Ιεράς Συμμαχίας, άρα η καταδίκη του μετρούσε διπλά. Έτσι, η διεκδίκηση της ταυτότητας της Επανάστασης στην Πελοπόννησο έμεινε ανοιχτή, με την πλευρά του Αλ. Υψηλάντη (Κολοκοτρώνης στην θέση του Δ. Υψηλάντη) σε στάση αναμονής, έναντι όσων ελληνοκαρμπονάρων έσπευσαν υποκριτικά να δηλώνουν προς τις δήθεν αντικαρμποναρικές αγγλογαλλικές κυβερνήσεις «εμείς δεν είμαστε καρμπονάροι όπως ο Υψηλάντης, σας καλούμε να μας αναγνωρίσετε ως εθνικούς χριστιανούς». Νέγρης και Μαυροκορδάτος έσπευσαν να δημιουργήσουν «Άρειο Πάγο» και -ως «χριστιανοί»- να αποκαθηλώσουν το «αντιχριστιανικό» σύμβολο του Αλέξανδρου και Δημήτριου Υψηλάντη: τον Φοίνικα. Κυρίως όμως, έσπευσαν να δημιουργήσουν ένα Σύνταγμα που προσδιόριζε τον «Έλληνα» ως ιθαγενή του κράτους και την σχέση κράτους-Εκκλησίας στα πρότυπα του έθνους-κράτους. Το μόνο που δεν έκαναν ήταν να καταργήσουν τελείως το χριστιανικό ημερολόγιο, όπως έκανε το Γαλλικό Διευθυντήριο. Αρκέστηκαν στην διπλή χρονολόγηση: 1822, Α’ της ανεξαρτησίας (από την Οθωμανική διοίκηση και υπόρρητα-ευχητικά, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Έτσι, μια Επανάσταση που και οι πέτρες γνώριζαν ότι κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε να μεταποιείται σε Επανάσταση που κατευθύνεται στην αρχαία Σπάρτη, στην αρχαία Κόρινθο, ίσως και στην Ακρόπολη των Αθηνών, αν το επέτρεπε η Βρετανία.
ΠΟΣΟ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ;
Σχεδόν κάθε πρόσωπο της Επανάστασης παραμένει τόσο άγνωστο, όσο ανεξήγητη είναι η Επανάσταση. Δεν είναι θέμα πληροφόρησης, αλλά θέμα σωστής ερμηνείας των καταστάσεων και ένταξης των προσώπων μέσα σ’ αυτές. [Το παρόν κείμενο δεν λύνει το συνολικό θέμα, αλλά προσπαθεί να παρουσιάσει το επόμενο στάδιο, εντοπίζοντας τις άλυτες συνιστώσες.] Ο Υψηλάντης δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί από την μάχη των δυο παρατάξεων που μετά τον πόλεμο, συνεχίστηκε στην ιστορική αποτύπωση των γεγονότων. Όσο η αποτύπωση είχε εκατέρωθεν σκοπιμότητες, ο Υψηλάντης παρέμενε είτε στην αφάνεια, είτε στην κατάκριση. Ο Ιωάννης Φιλήμων υπήρξε ο πρώτος μεγάλος ιστορικός της Επανάστασης. Ξεκίνησε το 1834 με το δοκίμιό του για την Φιλική Εταιρεία και συνέχισε 25 χρόνια αργότερα με το ημιτελές του δοκίμιο για την Ελληνική Επανάσταση. Αν και «υψηλαντικός» (υπήρξε γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη), ήταν αναγκασμένος να μιλάει για ένα εταιρικό κίνημα με λίκνο την Οδησσό και να λογοκρίνει τα λίγα -σχετικά- κείμενα του αρχηγού, στο πλαίσιο της απόκρυψης του ρόλου της Ρωσίας και των Καποδίστρια-Υψηλάντη-Ρώμα. Ο Φοίνικας και η τρίχρωμη σημαία εμφανίζονται θριαμβευτικά, εξηγούνται όμως μέχρι του προκαθορισμένου σημείου. Το τεράστιο έργο του Φιλήμονα δεν έχει μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί. Το αρχείο του παραμένει πολύτιμο, αν και έχει υποστεί ελάφρυνση. Ο Φιλήμων άφησε το έντυπο έργο του κλειδωμένο, δείχνοντας διακριτικά το σημείο στο οποίο βρίσκεται το κλειδί.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης από την άλλη πλευρά έγραψε την μαυροκορδάτεια εκδοχή της Επανάστασης με μια διαφορετική από τον Φιλήμονα συνταγή ισορροπίας μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Η συνταγή δείχνει μάλλον και την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που ισορροπεί μεταξύ της φιλαλήθειας και της ξεροκέφαλης ιδεοληψίας. Ενώ δέχεται τον χριστιανικό χαρακτήρα της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης, εμφανίζει τον Ξάνθο να «χειροτονεί» τον Υψηλάντη Επίτροπο της Αρχής κι αυτός να σφετερίζεται την «υπερτάτην διοίκησιν των πραγμάτων», μόλις αντιλήφθηκε ποιοι [ασήμαντοι] συνιστούσαν την Αρχή. Πίστευε προφανώς ο Τρικούπης ότι η γενναιότητά του να εμφανίσει τον Σκουφά ως μοναδικό ιδρυτή της Εταιρείας του έδινε το δικαίωμα στη μεγέθυνση της ψευδούς ανάθεσης της Αρχής. «Κακοί σύμβουλοι παρέσυραν τον Υψηλάντη να αρχίσει τον αγώνα στην Μολδοβλαχία». Η τρικούπεια εξιστόρηση ρίχνει διακριτική χολή κατά μιας Επανάστασης που εμπλέκει «Έλληνες» με «Σέρβους, Αρβανίτες, Βούλγαρους» οι οποίοι δεν [θα έπρεπε να] ανήκουν στην Φιλική Εταιρεία. Παραλείποντας την προγενέστερη, συνδυασμένη δράση της φαναριώτικης και της ρωσικής πολιτικής, κινείται στον άξονα «δομικά διαφορετική ήταν η Επανάσταση του 1821 από την Επανάσταση που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει το 1807». Η τελετή ύψωσης της Επαναστατικής σημαίας στο Ιάσιο αναφέρεται τηλεγραφικά και αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με την αστεία προσπάθεια του Τρικούπη να εξηγήσει την επανεμφάνιση του Φοίνικα από τον Καποδίστρια – Κυβερνήτη. Ο Τρικούπης θέτει τις βάσεις της επίσημης ιστορίας που θα μασάει τα λόγια της για την Φιλική Εταιρεία (άρα και για τον Φοίνικα) μέχρι να εμφανιστεί η έτι χειρότερη (ως προς τα κεντρικά σημεία) μαρξιστική ιστορία: ο Υψηλάντης «θεωρείται» αρχηγός της Επανάστασης. Αυτό λέει ο Τρικούπης (τ. Α΄, σ. 141) και συμπληρώνει ότι κακώς ο φιλόδοξος-ευαπάτητος πατριώτης δέχθηκε την αρχηγία (της Εταιρείας) που του προσφέρθηκε από μια ασήμαντη, αόρατη Αρχή της Φιλικής.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θα αποτελέσει μια μικρή ανάπαυλα στον πόλεμο της γραφίδας, όχι επειδή η ιστορία του λύνει τα θέματα, αλλά επειδή μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο η ρωσική πολιτική περνάει από τον ορθόδοξο διεθνισμό στον ορθόδοξο εθνισμό και όλοι συσπειρώνονται προσωρινά γύρω απ’ αυτό που ονομάζουμε «Μακεδονικό αγώνα, Βαλκανικούς πολέμους». Στον 20ο αιώνα στήνεται ένα νέο, ευρύτερο σκηνικό διχασμού που επιβάλλεται από την πραγματικότητα του Α΄ παγκόσμιου πολέμου. Η ιστορία του Τρικούπη αντικαθίσταται από την μαρξιστική ιστορία η οποία στην αρχή είναι εξαιρετικά χοντροκομμένη. Υποστηρίζεται ότι δεν επαναστάτησε το χριστιανικό έθνος των Ελλήνων αλλά η αστική τάξη του παροικιακού ελληνισμού, η οποία παρέσυρε τους στενάζοντες υπό τους κοτζαμπάσηδες και τους πλοιοκτήτες Έλληνες. Η παραδοσιακή ιστορία δεν ανανεώνεται. Ακολουθεί τα χνάρια του Παπαρρηγόπουλου (πολιτική είναι η χάραξη), όχι του Φιλήμονα, ούτε βέβαια του Φραντζή. Ο Ρώμας και ο Ν. Υψηλάντης δεν αξιοποιούνται. Και πώς θα μπορούσαν, όταν δεν αξιοποιήθηκε ούτε το αρχείο του Κουντουριώτη που εμφανίζεται λίγο μετά. Η παράδοση βρίσκεται σε άμυνα και καθώς η μαρξιστική ιστορία σταδιακά βελτιώνει την μεθοδολογία της και αξιοποιεί τα νέα, ανώτερα εργαλεία της, η παράδοση αδυνατεί να πείσει ευρύτερα στρώματα, καθηλωμένη στον ορθόδοξο εθνισμό του Παπαρρηγόπουλου. Ιστορικοί όπως ο Απόστολος Βακαλόπουλος έχουν επί μέρους επιτυχή αντιπαράθεση με τους μαρξιστές, όμως ο κεντρικός τους άξονας και η συνολική τους ερμηνεία για την γένεση του ελληνικού κράτους με βάση την πολιτισμική συνέχεια σκοντάφτει στο Γραικικό «Βυζάντιο», στην δυτικότροπη «Αναγέννηση», στον νεωτερικό «Διαφωτισμό», στο «ομοιογενές» δίδυμο Κοραή-Ρήγα και -φυσικά- στην Φιλική Εταιρεία της Οδησσού, στον περίεργο Καποδίστρια, στον προβληματικό Υψηλάντη. Η παραδοσιακή ιστορία αδυνατεί να αξιοποιήσει και τις πρωτογενείς ξενόγλωσσες πηγές, συνεπώς η σοβαρή έλλειψη του 19ου αιώνα εξελίσσεται στην λογικοφανή παράνοια του 20ου. Το πόσο αποτρεπτικά προς την λογική λειτούργησε η παρατεταμένη χρήση του άξονα που πρόβαλαν ο Τρικούπης και ο Παπαρρηγόπουλος μπορούμε να το δούμε σε μεταγενέστερες περιπτώσεις.
Ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης υπήρξε ένας ακούραστος, μετριοπαθής, μη μαρξιστής ιστορικός. Ερεύνησε ιδιαίτερα την προεπαναστατική δράση των Ελλήνων της Αυστρίας και το 1969 δημοσίευσε τα ντοκουμέντα για την 6ετή αιχμαλωσία του Υψηλάντη. Η προσφορά αυτή ήταν πολύ σημαντική, πρέπει όμως να δούμε σε ποιο πλαίσιο ενέταξε τα ευρήματά του. Εκπλησσόμενος από όσα ανακάλυψε, ο Π. Ενεπεκίδης δεν κατάφερε να διαχωρίσει τον σχολιασμό των αρχείων από την συναισθηματική του φόρτιση και αυτό είναι αρνητικό μόνον στο βαθμό που δεν του επέτρεψε να τα ερμηνεύσει σωστά. Η σκληρή μεταχείριση του Υψηλάντη αποδίδεται προσωπικά στον Μέτερνιχ και επισκιάζει τα ερωτήματα που απορρέουν από την ρωσική φυλάκιση του Υψηλάντη, την οποία όμως εντοπίζει. Ο Π. Ενεπεκίδης παρεμβάλλει κεφάλαια φανταστικών διαλόγων μεταξύ των φυλακισμένων Υψηλαντών, του Λασσάνη και των υπηρετών, τα οποία αντικατοπτρίζουν την ορθή ως προς κάποια σημεία, προβληματική ως προς άλλα, γνώση της Ιστορίας που έδινε τότε το Ελληνικό σχολείο. Το σχολείο επένδυε σαφώς στον συγκινησιακό τομέα και στα πρόσωπα-ήρωες, αφήνοντας τα τεράστια κενά να συμπληρώνονται στον πανεπιστημιακό χώρο από γνώση που όμως όφειλε να συμβαδίζει με την γραμμή Παπαρρηγόπουλου ή έστω Βακαλόπουλου. Η γραμμή αυτή όμως είχε ομογενοποιήσει το μπόλιασμα του Τρικούπη και η Ελλάδα εξακολουθούσε να ανήκει εις την Δύσιν. Τα θέσφατα του «διαφωτισμού», της ανελεύθερης Ιεράς Συμμαχίας, της δημοκρατίας που ισοδυναμεί με ελευθερία και δικαιοσύνη, κλπ παγίδευαν την σκέψη και σταματούσαν τα ερωτήματα. Ως ιδρυτή της Ιεράς Συμμαχίας ο Ενεπεκίδης θεωρούσε τον «κακό» Μέτερνιχ, τον δράκο της Επανάστασης, όπως τον περιέγραφε επί δεκαετίες το ελληνικό σχολείο. Η αντιφατική στάση του τσάρου δεν διερευνάται. Ούτε η στάση του Νικόλαου Υψηλάντη με το περίεργο σύγγραμμα που αρκετοί αμφιβάλλουν ως προς την ταυτότητα του συντάκτη. Ο αλληλογραφών μικρότερος αδελφός του Αλέξανδρου, ο Γρηγόριος Υψηλάντης, συγχέεται με τον γιό του, που έγινε πρέσβης του ελληνικού κράτους στην Αυστρία. Η στάση του Καποδίστρια προς τον Υψηλάντη κρίνεται διακριτικά, αλλά αρνητικά, μέσα στο απάνθρωπο μετερνίχειο πλαίσιο. Συναντώντας τον φοίνικα στο νόμισμα του Καποδίστρια, ο Ενεπεκίδης το μόνο που είχε να παρατηρήσει, ήταν ότι τον είχε πρωτοχρησιμοποιήσει ο Υψηλάντης. Η αλληλογραφία των αυστριακών παραγόντων αντιμετωπίζεται με κριτήρια παρόμοια της αλληλογραφίας του Αλέξανδρου με την μητέρα του Ελισάβετ. Αυτά θα ήταν αναμενόμενα από έναν ερασιτέχνη ιστοριοδίφη, αποτελούν όμως ελλείψεις για έναν πανεπιστημιακό ιστορικό.
Μια ακόμα περίπτωση που ο αρχηγός της Επανάστασης κρίνεται σ’ ένα «παραδοσιακό πλαίσιο μαρξίζουσας απόχρωσης» ως ο γενναίος, φλογερός και ηρωικός πατριώτης που επηρεάστηκε από το φιλελεύθερο δυτικό πνεύμα, είναι η επέτειος εορτασμού των 200 ετών από την γέννησή του, όπως αποτυπώθηκε στην Επιστημονική διημερίδα της Θεσσαλονίκης το 1993. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο «Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικός ήρωας της Ελλάδας. Άγνωστα στοιχεία για την ζωή και την πατριωτική του δράση» του Grigori Arsh. Ο Ρώσος ιστορικός σκέπτεται με αναχρονισμούς και προκαταλήψεις. Η προσπάθεια λήψης ενός γαλλικού δανείου το 1820 από τον Αλ. Υψηλάντη κρίνεται από τον Grigori Arsh μόνον ως «επιδίωξη επιστροφής της κατασχεθείσας περιουσίας από τους Οθωμανούς στην Κων/πολη», όχι ως προσπάθεια διασύνδεσης και αναγνώρισης της Επανάστασης από τον γαλλικό τεκτονισμό σε αντιστάθμισμα προς τον -εχθρικό εκείνη τη στιγμή- αγγλικό. Η προσπάθεια αυτή θα προχωρήσει το 1822 μέσω του Jourdain και μαζί με την αποτυχία του Δράμαλη, θα γίνουν οι κύριοι λόγοι για τους οποίους ο υπουργός Κάσλρη θα χαράξει αλλαγή της βρετανικής πολιτικής λίγο πριν αυτοκτονήσει. Η άποψη του Αρς για την πρόωρη έκρηξη της Επανάστασης είναι ότι ο Υψηλάντης έσπευσε να προλάβει τις προδοσίες στην Πύλη, οπότε, μη δυνάμενος να μεταβεί στην Πελοπόννησο, άρχισε την Επανάσταση στην Μολδαβία και την Βλαχία. Εκεί εγκλωβίστηκε, γιατί δεν είχε προβλέψει τις αντιδράσεις του τσάρου και του Πατριάρχη. Πρόκειται για την πλέον αφελή (πέρα από αντιφατική) διατύπωση, που υποβιβάζει το επίπεδο των οργανωτών σε ερασιτέχνες γ΄ βαθμού. Μια Επανάσταση που οργανώθηκε από το επιτελείο του Καποδίστρια αριστοτεχνικά, με εμπειρία και διεθνείς διασυνδέσεις αντιμετωπίζεται ως ένα κίνημα που γίνεται με τον Ρουσσώ παραμάσχαλα, επειδή ο Αλή πασάς «έτυχε» εκείνη την στιγμή να κηρυχθεί αποστάτης από τον Σουλτάνο. Βασικό σημείο που εμποδίζει τον Ρώσο ιστορικό είναι η κεντρική του θέση πως ο Υψηλάντης και ο Καποδίστριας είχαν απόψεις που θα τους επέτρεπαν -αν μπορούσαν- να γκρεμίσουν την εξουσία του δεσπότη τσάρου για να την αντικαταστήσουν με μια «προοδευτική» συνταγματική μοναρχία ή μια αβασίλευτη δημοκρατία. Υπό αυτή την έννοια, χαρακτηρίζει «ξένο» παράγοντα τον τσάρο, που ως τέτοιος, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει το σύνθημα της έναρξης της Επανάστασης. Γι αυτό και ο Αρς αναγκάζεται να στηριχθεί στην επίσημη μετεπαναστατική αλληλογραφία Καποδίστρια-Υψηλάντη, προκειμένου να κατατάξει απροβλημάτιστα τον δεύτερο στον κατά Ρουσσώ ορισμό του ανθρώπου και της ανθρώπινης ελευθερίας.
Ένα σημαντικό απομνημόνευμα του 1820-21 εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις το 2015. Πρωτοκυκλοφόρησε στα γερμανικά το 1824 και αποτελείται από δυο ξεχωριστά κείμενα. Το πρώτο λέγεται «Επιστολές ενός αυτόπτη μάρτυρα της Γραικικής Επανάστασης του 1821» και το δεύτερο «Υπόμνημα του πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού για τα γεγονότα στην Βλαχία κατά τα έτη 1820 και 1821». Το πρώτο, ανώνυμο κείμενο μπορεί με βεβαιότητα να αποδοθεί στον Αλέξανδρο Καντακουζηνό, αδελφό του Γεωργίου. Πρόκειται δηλαδή για τις αφηγήσεις δυο αδελφών που πήραν μέρος στην αρχή της Επανάστασης, ο πρώτος υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη (στην πολύ σύντομη περίοδο αίσθησης ενός αρχηγού στην Πελοπόννησο), ο δεύτερος υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις ηγεμονίες. Στα δυο κείμενα οι συγγραφείς αφηγούνται τα γεγονότα, υπερασπιζόμενοι τις απόψεις και τις πράξεις τους. Ο χαρακτήρας δηλαδή των κειμένων είναι απολογητικός-καταγγελτικός. Πρέπει να θυμόμαστε ότι μετά την τσαρική αποκήρυξη οι αδελφοί Καντακουζηνοί βρέθηκαν σ’ αυτούς που αδυνατούσαν να επιστρέψουν στη Ρωσία. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο ότι ο Αλέξανδρος επέλεξε να αποχωρήσει από ένα επιτυχές πεδίο μάχης, ενώ ο Γεώργιος εγκατέλειψε τον χώρο ευθύνης του, το Σκουλένι της Μολδαβίας όπου έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι όσοι παρέμειναν υπό τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη. Ευνόητο είναι, ότι το κείμενο του Γεωργίου, αξιωματικού του ρωσικού στρατού όπως ο Υψηλάντης, έχει ως βασικό αποδέκτη τον τσάρο Αλέξανδρο. Πιθανώς όμως να απευθύνεται και στην Φιλική Εταιρεία, καθώς ο Γεώργιος είχε δώσει επιπρόσθετα τον όρκο των «διακεκριμένων προσώπων» σύμφωνα με τον Φιλήμονα. Η ελληνική έκδοση φέρει τον τίτλο «Δυο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση«. Η μετάφραση είναι του Χ. Μ. Οικονόμου, η εισαγωγή, ο σχολιασμός και η επιμέλεια φέρουν την υπογραφή του έμπειρου ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου.
Το βιβλίο είναι πολύτιμο από μια ακόμα πλευρά. Οι εισαγωγές και οι σχολιασμοί του Β. Παναγιωτόπουλου είναι εκτενείς (υπερβαίνουν τα κείμενα των Καντακουζηνών) και θέτουν προβληματισμούς σε πολλά ζητήματα του Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας. Σε ποιο πνεύμα; Στο γνωστό, σ’ αυτό όπου απουσιάζει παντελώς ο «φοίνικας».
Πλαγίως και συνεχώς διαπιστώνεται μια κίνηση αντίθετη προς την (δυτικότροπη) λαϊκοκινούμενη Επανάσταση. Είναι η κίνηση που χαρακτηρίζεται «αριστοκρατική, φαναριώτικη, πριγκιπική, τοπικιστική» κλπ Έτσι ο Β. Παναγιωτόπουλος εθελοτυφλεί έναντι της εξόφθαλμης μάχης που δίνει η παράταξη της Αθηνάς έναντι της παράταξης του Φοίνικα, παρότι, ως νουνεχής, αναγκάζεται να εκφράσει μισοδιατυπωμένες σκέψεις, απορίες και ατελή συμπεράσματα ως προς τα κατά ριπάς εμφανιζόμενα στοιχεία που δείχνουν προς το πραγματικό κέντρο βάρος της Φιλικής Εταιρείας. Σύμφωνα με ένα δυτικό αξίωμα μόνον οι «λαϊκές» επαναστάσεις και τα «λαϊκά» πολιτεύματα εξασφαλίζουν τον λαό από την εκμετάλλευση, οπότε η Επανάσταση του 1821 θεωρείται -φυσιολογικά- καρπός της Δύσης. Κατά τραγική ειρωνεία, οι μαρξιστές και οι μαρξίζοντες διαφωνούν σ’ αυτό τελείως με τον Μαρξ, ο οποίος -σε γενική διατύπωση- πιστώνει την οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης, την έναρξη και την «λήξη του 1829» στον ρωσικό παράγοντα.
Η νεωτερικότητα έχει από τον 19ο αιώνα εφεύρει την «τοπικιστική νοηματοδότηση της επανάστασης» για να δικαιολογήσει με διαφορετικό τρόπο την αντιπαράθεσή της με την χριστιανική νοηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό ο Β. Παναγιωτόπουλος διαπιστώνει σύγκρουση Φιλικής-τοπικιστών. Εδώ έχουμε μια αντιστροφή των νοημάτων. Η πραγματική τοποθέτηση της αντιπαράθεσης θα έδειχνε το αντίθετο, καθόσον το νεωτερικό έθνος είναι στενότερο του παραδοσιακού (χριστιανικού). Το πρώτο ορίζεται με βάση την γλώσσα σε χρηστικό επίπεδο, το δεύτερο με βάση την πίστη και την γλώσσα σε λειτουργικό επίπεδο.
Ενώ στο ελληνικό Βασίλειο ο Κοραής απεικονίστηκε δίπλα στον Ρήγα σ’ ένα πλαίσιο συμφιλίωσης και συνύπαρξης της Αθηνάς με τον Φοίνικα, κάποιοι άρχισαν να ομογενοποιούν την συνύπαρξη. Καθώς ο φοίνικας σταδιακά σβήστηκε από την κοινή μνήμη, το μόνο τους πρόβλημα ήταν το άδετο της υπερεθνικής διάστασης του Ρήγα με την εθνική διάσταση του Κοραή· το πρόβλημα αυτό κλήθηκε να λύσει η δημοκρατία. Όπως πολλοί, ο Β. Παναγιωτόπουλος ονομάζει τα σχέδια του Ρήγα με τον αναχρονιστικό όρο «Βαλκανική Δημοκρατική Επανάσταση», όταν τα «Βαλκάνια» είναι η προσπάθεια αποφυγής του όρου «Χριστιανισμός της Ανατολής» και η «Δημοκρατία» είναι το κράτος εκείνο στο οποίο ακόμα και ο Θούριος λέει «και της πατρίδας ένας να γίνει αρχηγός». Προσπαθώντας η Επανάσταση της Οδησσού να βρει προϊστορία, διέγραψε την περίοδο 1800-07 και έκανε μια επιλεκτική ανάγνωση του -αναγκαστικά- άγνωστου στο ευρύ κοινό Ρήγα Βελεστινλή. Γι αυτό και ξέχασε να αναφέρει την σχέση του με τον Αλέξανδρο Ι. Υψηλάντη (1726;-1807). Γι αυτό και παρέλειψε την σημαία του Ρήγα που ήταν ίδια στα χρώματα με αυτήν που υψώθηκε στις 26-2-1821 στο Ιάσιο.
Αγκιστρωμένος επί 30 χρόνια στην ερμηνεία της δικής του «Πίζας», ο Β. Παναγιωτόπουλος επιμένει να κλείνει τα μάτια ή να χρησιμοποιεί την προκρούστεια κλίνη της νεωτερικότητας. Η κριτική έχει να κάνει με την ειδίκευση του Β. Παναγιωτόπουλου στα της Εταιρείας των Φιλικών. Στην περίπτωση των Καντακουζηνών επιλέγει ή ασπάζεται έναν τίτλο βιβλίου, υπερασπιζόμενος μέσα σ’ αυτό την θέση ότι στην Επανάσταση που έχει οργανωθεί «από τον λαό» οι «πρίγκιπες» παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Δεν υπονοούμε εδώ για μια αντιδιαστολή της «Επανάστασης του Ξάνθου» με την «Επανάσταση του Καποδίστρια». Όχι. Θα ήταν άδικο, αν πηγαίναμε σε τόσο βάθος. Μιλάμε για την κοινώς αποδεκτή ιστορία, η οποία δέχεται ότι της Επανάστασης του λαού ηγήθηκε ένας πρίγκιπας, ενώ ως «πρίγκιπας» προσπάθησε -για τον ίδιο λόγο- να εμφανιστεί ο ηγέτης του αντίπαλου στόχου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, δικαιολογούμενος στη συνέχεια «δεν μπορώ να απαγορεύσω στους αυθόρμητους υποστηρικτές μου να με αποκαλούν όπως αυτοί νομίζουν». Αν μη τι άλλο, όφειλαν οι νεωτερικοί ιστορικοί να εξηγήσουν γιατί ένας λαός ανταποκρινόταν στο κάλεσμα της «αστικής τάξης» και ξεσηκωνόταν (και) εναντίον της «καταπίεσης των κοτζαμπάσηδων» μόνον όταν μπροστάρης ήταν ένας επίσκοπος, ένας παπάς ή ένας πρίγκιπας και δίπλα ένας Κολοκοτρώνης ή ένας Δεληγιάννης. Όφειλαν, δηλαδή, να εξηγήσουν γιατί οι Αναγνωστόπουλοι και οι Τσακάλωφ δεν τέθηκαν επί κεφαλής του 1821, αλλά προτίμησαν «να παραδώσουν την εξουσία» και γιατί ουδείς σκέφτηκε το 1827 να προτείνει τον Ξάνθο για αρχηγό του κράτους.
Λίγοι ασφαλώς γνωρίζουν πού βρίσκεται σήμερα ο τάφος του αρχηγού της Επανάστασης. Πριν πούμε γι’ αυτόν, να πούμε ότι η ταριχευμένη καρδιά του βρίσκεται στο παρεκκλήσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, πίσω από το μέγαρο Μαξίμου, στην οδό Στησιχόρου. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επιθυμούσε η καρδιά του να ταφεί στην Ελλάδα. Μετά τον θάνατό του αποσπάστηκε από το σώμα και ο αδελφός του Γεώργιος την έστειλε το 1843 στην Αθήνα. Από το 1859 η καρδιά του Αλέξανδρου μαζί με του Γεωργίου βρίσκονται στο παρεκκλήσι, κάτι που έγινε γνωστό πολύ αργότερα.
Ο αρχηγός της Επανάστασης πέθανε την 31 Ιανουαρίου 1828 στην Βιέννη. Ετάφη στο κοιμητήριο του Αγ. Μάρκου δυο μέρες αργότερα. Το 1903 έγινε εκταφή και τα λείψανα μεταφέρθηκαν προσωρινά στον οικογενειακό τάφο Υψηλάντη-Σίνα έξω από την Βιέννη. Νωρίτερα η ελληνική Βουλή είχε αποφασίσει να διακομισθούν δημοσία δαπάνη τα οστά του Υψηλάντη στο Ναύπλιο, όπου υπήρχε ήδη μνημείο του Δ. Υψηλάντη. Στο βιβλίο του Π. Ενεπεκίδη «Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας» μπορεί κάποιος να διαβάσει την πορεία για την ευτυχή κατάληξη της απόφασης. Χρειάστηκαν …περί τα 70 χρόνια για να ταφεί ο αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Και πάλι καλά δηλαδή, αφού το άγαλμα του Καποδίστρια χρειάστηκε έναν αιώνα από την ημέρα της απόφασης για να στηθεί στο Ναύπλιο. Πρόκειται για την γνωστή εχθρότητα του ελληνικού κράτους προς την πλευρά του Φοίνικα, η οποία, διαρκώς παρεξηγημένη, αναφέρεται ως «αχαριστία ή αγνωμοσύνη». Στον περίβολο ενός ακόμα παρεκκλησίου των Παμμεγίστων Ταξιαρχών βρίσκεται από το 1964 ο τάφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Στο πεδίο του Άρεως. Κατά μια περίεργη συγκυρία κι εκεί ο Φοίνικας δεν είναι προσιτός. Μάλλον επειδή φωτογραφίζεται από την καλή πλευρά του Υψηλάντη, την αριστερή του.
Πολλές ανοησίες έχουν διαχρονικά ακουστεί για την Επανάσταση του 1821. Αναγκαστικό αυτό (χωρίς υπερβολή) για τέσσερις λόγους. Α) Η κρατική ιστορία έχει πάντα προκαθορισμένο στόχο. Β) Η εξιστόρηση του 21 ξεκίνησε ως ένας συμβιβασμός αυτοδέσμευσης. Η πλευρά που κίνησε την Επανάσταση εμφάνισε διακριτικά τον στόχο της κρύβοντας τα πρόσωπα. Η αντίπαλη πλευρά αρνήθηκε τον συμβιβασμό, ζητώντας διαφορετική διατύπωση στον στόχο. Γρήγορα η μάχη μεταφέρθηκε στα πρόσωπα. Γ) Με το πέρασμα του χρόνου, ορισμένα κεντρικά στοιχεία, αν και αναπόδεικτα, θεωρήθηκαν -μέσω ψυχολογίας- ως θέσφατα, εγκλωβίζοντας τους ιστορικούς αμφοτέρων των πλευρών. Στον 20ο αιώνα τόσο η παραδοσιακή όσο και η μαρξιστική / νεομαρξιστική σχολή απέκτησαν εξαρτημένα ανακλαστικά απόρριψης νέων στοιχείων που έρχονταν σε σύγκρουση με τα θέσφατα. Κοινό στοιχείο αναχρονιστικής θέασης της ιστορίας και για τις δυο σχολές ήταν το «εθνικό ελληνικό παρελθόν». Αν και το έθνος μεταφραζόταν διαφορετικά, κάθε πλευρά, έβλεπε την επαναστατική πράξη ως πρόθεση δημιουργίας ενός ελληνόγλωσσου κράτους. Δ) Τα ντοκουμέντα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκα και διάσπαρτα σε μεγάλο χώρο και χρόνο. Παραμένουν ως σήμερα μερικώς άγνωστα ή αναξιοποίητα.
Μοιραίο είναι, τα κομμάτια του παζλ που λείπουν, να συμπληρώνονται από αστοχίες ή λανθασμένες εκτιμήσεις. Κάποιες όμως κεντρικές ανοησίες θα μπορούσαν να είχαν εξαλειφθεί, είτε να είχαν τοποθετηθεί σοβαρά ερωτηματικά δίπλα στην διατύπωσή τους. Ένα από αυτά είναι η σχέση Γαλλικής και Ελληνικής Επανάστασης. Δεν είναι μόνον η αντίστροφη χρονική διάταξή τους που μας αποτρέπει να διαπιστώσουμε ότι η πρώτη επηρεάζει καθοριστικά την δεύτερη. Η Ελληνική δεν έχει απλώς προηγηθεί, αλλά έχει υπονομευτεί πολλές φορές από την δύναμη που γέννησε την Γαλλική. Πρώτα στην αυστρο-ρωσική συνεργασία με το «ελληνικό σχέδιο» (1787), ύστερα στην περίοδο του Ρήγα, τέλος στην Επτανησιακή περίοδο του Καποδίστρια (1803-07). Μια τέταρτη περίπτωση που η «Γαλλική» δράση επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα στο θέμα των χριστιανών της ανατολής ήταν η εισβολή του Ναπολέοντα στην Ρωσία το 1812. Τότε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος στον Δούναβη τερματίζεται βιαστικά με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Ο Καποδίστριας είναι παρών στον πόλεμο και απ’ ευθείας σχετιζόμενος με τον Καραγιώργη των Σέρβων. Στη συνέχεια θ’ ακολουθήσει την ρωσική στρατιά του Δούναβη στην δύσκολη πορεία για την αντιμετώπιση του Ναπολέοντα. Την ίδια περίοδο ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης βρίσκεται παροπλισμένος στο Κίεβο. Θα πεθάνει ξαφνικά το 1816, αφού ο τσάρος τον καλέσει και πάλι στην Πετρούπολη και αφού υπάρξει συνεργασία με τον Καποδίστρια και τον Μαυροκορδάτο Φιραρή (τα βασικά πρόσωπα του Φοίνικα). Το πρώτο ελληνικό κράτος με διεθνή υπόσταση (1800-07) έχει σβηστεί από την ιστορία για τους ίδιους λόγους που σβήνεται κάθε τι αντίθετο με τους επικρατήσαντες το 1824 και το 1832. Γι αυτό και ο Καποδίστριας εμφανίζεται το 1827 ως χαλαρά σχετιζόμενος με το 1821. Τα πράγματα είναι αντίθετα. Ο Ναπολέων που χαρακτηρίζεται και ως «διάλειμμα» της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ο πιο χαρακτηριστικός εκφραστής και ο πιο αποδοτικός διαφημιστής της σε πολιτικό επίπεδο. Αυτός που έκανε το παν για να γίνει ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, χαρακτήριζε καυστικά τον τσάρο Αλέξανδρο «έναν Έλληνα της ύστερης αυτοκρατορίας» (Un Grec du Bas Empire). Ποιας αυτοκρατορίας; των Ρωμαίων φυσικά. Και όταν το κατόρθωνε σε πρώτη φάση (1805) ο Κοραής ασθμαίνων έσπευδε να ειδοποιήσει τους Έλληνες ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να σκέφτονται Επανάσταση ως «Ρωμαίοι«, αλλά να εγκαταλείψουν τον τσάρο Αλέξανδρο και ως «Γραικοί«, να περιμένουν (και πάλι) τον Ναπολέοντα. Εννοείται, πως η αντιρωμαϊκή προπαγάνδα των Montesquieu, Gibbon, Bartholdy αφορούσε στην φαναριώτικη-ρωσική ορθοδοξία και στον Ιωσήφ Β΄ της Αυστρίας, όχι στον Ναπολέοντα-Καρλομάγνο. Από την άλλη πλευρά η ανασύσταση του ρωμέικου σε καμιά περίπτωση δεν περιλάμβανε τον όρο. Τα επίσημα κείμενα παρουσίαζαν πάντα τους Ρωμηούς ως «Έλληνες» και η Επανάσταση οριζόταν ως «επιστροφή των Μουσών στην Εστία τους». Το 1809 ο Καποδίστριας μεταβαίνει στην Ρωσία για να οργανώσει «επί τόπου» το σχέδιο. Το 1814 ξεκινά η πορεία προς το 1821 επειδή το 1813 ο Ναπολέων ηττήθηκε, πρώτα από τους Ρώσους και στη συνέχεια από την λοιπή Ευρώπη που συνασπίσθηκε εναντίον του. Την ίδια χρονιά ο Αλ. Υψηλάντης θα χάσει το χέρι του στην μάχη της Λειψίας (ή μάχη των Εθνών). Αμέσως μετά, η ενωμένη εναντίον του Ναπολέοντα Ευρώπη (μαζί και η «παλινορθωμένη» Γαλλία) είπε «όχι» στο παλιό σχέδιο της υπερεθνικής χριστιανικής Επανάστασης (Συνέδριο της Βιέννης). Τότε, ο επαναστατικός φορέας που -λόγω Ναπολέοντα- διέκοψε την δράση του το 1807, μεταμορφώθηκε σε μια εθνική συσκευασία όπου το «έθνος» εμφανίστηκε για λίγο ως «μια προϋπάρχουσα Πίστη + μια υπό συζήτηση Πατρίδα» και όχι ως «μια Πίστη που εξ ορισμού υπονοεί την σχετική Πατρίδα» όπως ανέκαθεν ήταν.
Γίνεται φανερό πόσο κωμικοτραγική είναι η περιγραφή μιας Ελληνικής Επανάστασης που δημιουργείται «κατά μίμηση της Γαλλικής» και μόνον από το γεγονός ότι ο αρχηγός της πρώτης έχει χάσει το χέρι του πολεμώντας εναντίον της δεύτερης. Στη συνέχεια, ξεκίνησε την Επανάσταση φορώντας όχι τον φρυγικό σκούφο, αλλά τον σκούφο του Ιερού Λόχου. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ζήτησε να ταφεί με την στολή του ιερολοχίτη.
24.3.2017