“Καλλιεργούμε διαρκώς τον ερευνητικό σπόρο και το αποτέλεσμα είναι πάντα ίδιο”
Βασίλης Παναγιωτόπουλος, μια περίπτωση κραυγαλέας εθελοτυφλίας ως προς την ταυτότητα της Ελληνικής Επανάστασης
«Ή Δημοκρατία ή θάνατος» – Το υπονοούμενο σύνθημα και η συνεπαγόμενη εξίσωση του 21 τα οποία άπαντες, εδώ και καιρό, συμφωνούν ότι υπήρξαν
Τι έγινε το 21; Αγώνας Ανεξαρτησίας, δηλαδή, Εθνική Επανάσταση των Ελλήνων (=όσων μιλούσαν ελληνικά), σύμφωνα με την μαρξιστική άποψη. Σ’ αυτήν περιλαμβάνεται και η προμαρξιστική γραφή του 19ου αιώνα των Thiersch, Finlay, K. Mendelssohn-Bartholdy και αρκετών άλλων, σύμφωνα με την οποία η Γαλλική Επανάσταση ήταν εθνική και η Ελληνική Επανάσταση απλώς τη μιμήθηκε. Στόχο είχε να δημιουργήσει ένα εθνικό κράτος, δηλαδή να θεσπίσει το πολιτικό έθνος των Γραικών που μόλις είχε συνειδητοποιηθεί και κινήθηκε πάνω στην εξίσωση «ελευθερία = δημοκρατία».
Όλα αυτά έχουν τόση τεκμηρίωση, όση και ο τετραγωνισμός του κύκλου. Λειτουργούν ως πεποιθήσεις και απευθύνονται στο συναισθηματικό επίπεδο των ακροατών-αναγνωστών. Στηρίζονται κατ’ αρχάς στην προκρούστεια στοιχειοθέτηση εννοιών όπως αναγέννηση, διαφωτισμός, Γαλλική Επανάσταση, κράτος δικαίου, που δημιουργούν ιστορικά θέσφατα ψυχολογικού τύπου. Συνεχίζονται αδιάλειπτα ως σήμερα χωρίς αντίλογο κι αυτό ουδόλως έχει να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης κάποιας ήδη καταχωρημένης «ιστορικής αλήθειας» όπως συχνά λένε οι «παραδοσιακοί» ιστορικοί. Ενώ η παράδοση εμφανίζεται να διαφωνεί απόλυτα με τη νεωτερικότητα, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Στην πραγματικότητα, το θέμα της ταυτότητας του 21 παραμένει ανοιχτό στην έρευνα. Περισσότερο αποδείξιμο είναι το τι «ΔΕΝ έγινε» από τις θεωρίες που έχουν παρουσιαστεί ως σήμερα. Με δεδομένα τα ελλιπή στοιχεία, τις ιστορικές αντιφάσεις, τις αποκρύψεις και τις ενσαρκώσεις αντίθετων ρόλων, η έρευνα αναγκαστικά ξεκινά από την άτοπο απαγωγή.
Πώς εξηγείται λοιπόν η εθελοτυφλία; Πώς εξηγείται η ταύτιση του επιθυμητού με το ιστορικό γεγονός; Πώς εξηγείται η άρνηση παραδοχής του οφθαλμοφανούς «ΔΕΝ» και ιδιαίτερα η επιλεκτική αναφορά και η επιλεκτική αποσιώπηση από τους μαρξιστές ιστορικούς; Δεν φταίει μόνον ο μαρξιστικός τρόπος σκέψης. Ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ηθελημένη σιωπή της έναντι ιστορικής πλευράς. Και όταν λέμε «ηθελημένη σιωπή» μιλάμε κατ’ αρχάς για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, όχι για τους μετέπειτα μη μαρξιστές ιστορικούς. Οι τελευταίοι, αποτελούν σημαντικό μέρος της διαιωνιζόμενης εθελοτυφλίας, επειδή έχουν καθηλωθεί στην υπεράσπιση μιας κατασκευασμένης και συμβιβαστικής ιστορίας του 19ου αιώνα η οποία δεν παράγει έναν συνολικό, πειστικό αντίλογο προς το μαρξιστικό οικοδόμημα.
Πρέπει λοιπόν να διευκρινίσουμε και πάλι ότι ο προσωποποιημένος υπότιτλος του άρθρου δεν έχει αντίθετη συνεπαγωγή. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ορθή ιστορική ερμηνεία δεν αποτελεί η έλλειψη μαρξιστικής ταυτότητας. Δεν υπάρχει κάποιος αυτοματισμός αμερόληπτης ιστορικής προσέγγισης έξω από τον μαρξιστικό δογματισμό. Εδώ θ’ ασχοληθούμε σύντομα με το πώς το κάρο μπαίνει μπροστά από το άλογο σε θεμελιώδεις συνιστώσες του 21 όπως η ονομασία των επαναστατημένων και η ταυτότητα της επαναστατικής οργάνωσης, ώστε να πιστοποιηθεί ότι το βαρύ κάρο κινήθηκε, παρότι το άλογο παραμένει πίσω του.
Από την υποβάθμιση-μετουσίωση της 24ης Φεβρουαρίου στην «φυσιολογικώς» ακέφαλη και νεωτερικώς στοχεύουσα 25η Μαρτίου 1821
Στο άρθρο «Η έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας στην Πελοπόννησο – Μια ημερολογιακή προσέγγιση» [6ο Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών, 2000] ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος φαινομενικά ασχολείται με το πώς / ποιος / γιατί / αν / όρισε την ημερομηνία της 25/3/1821 ως ημέρα ξεσηκωμού της Πελοποννήσου. Η 24/2/1821 αναφέρεται στιγμιαία ως ημερομηνία κήρυξης ενός υπερεθνικού αγώνα, αλλά στη συνέχεια ο αναγνώστης αντιμετωπίζει πλαγίως τη γνωστή άποψη που εξετάζει τον σύντομο πόλεμο του Υψηλάντη μόνο στο επίπεδο της κακής οργάνωσης ή του ατυχούς αντιπερισπασμού. Ουσιαστικά, ο Βα. Πα. ασχολείται με την εμπέδωση του χαρακτήρα της Επανάστασης, τον οποίο θεωρεί δεδομένο ήδη από τον τίτλο. Το αξίωμα της Εθνικής [=λαϊκοκινούμενης] Επανάστασης παρουσιάζεται αδιαμφισβήτητο, άρα, το πόρισμα είναι προδιαγεγραμμένο: ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κινήθηκε «βιαστικά και άστοχα». Μόνο που η μομφή αυτή είναι γεγονός του 21, καταγραμμένο ξεκάθαρα. Ανήκει στη νεωτερική πλευρά και διαρκεί τουλάχιστον ως τη στιγμή που ο Καποδίστριας παίρνει τη θέση του Υψηλάντη. Επιπλέον -κι αυτό είναι σημαντικότερο- από το 1818 η νεωτερικότητα είχε ισχυρότατη αντίδραση στο όνομα «Υψηλάντης» και αμφισβήτησε τη νομιμοποίησή του να ηγηθεί της Επανάστασης. Το συμπέρασμα -συνεπώς- του Β. Παναγιωτόπουλου ακυρώνεται πλήρως, εφόσον προκλητικότατα αποσιωπάται η ύπαρξη δυο τάσεων εντός της Εταιρείας και το ότι οι αντιδρώντες στον πρίγκιπα Υψηλάντη πρότειναν υποκριτικότατα [ως «κατάλληλο και ικανό»] τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, έχοντας αποτύχει να αναδείξουν στη θέση του αρχηγού του μελλοντικού κράτους το πρόσωπο της αρεσκείας τους: τον πρίγκιπα Ιωάννη Καρατζά. Το θέμα λοιπόν είναι πολύ βαθύτερο, αλλά εδώ θα περιοριστούμε σε όσα προβάλλονται ως θέσφατα για να λογικοποιήσουν τον παραλογισμό.
Θα εξετάσουμε μόνον την πρώτη σελίδα, κι ας ξεκινήσουμε από την υποσημείωση, όπου βρίσκεται η πρόκληση. Αναφέρεται και μένει ασχολίαστη (κρύβεται σε κοινή θέα) η εξήγηση της διαρκούς σύγκρουσης όσων επρόκειτο να εξεγερθούν ή όσων εξεγέρθηκαν. Η μοναδική σύγκρουση που διέτρεχε το 1821 πριν αυτό ξεκινήσει, είναι αυτή που έμμεσα αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων και δεν αντικρούεται (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) από τον Β. Παναγιωτόπουλο. Είναι η σύγκρουση Φοίνικα – Αθηνάς, δηλαδή, η σύγκρουση της νεωτερικής Αθηνάς με τον παραδοσιακό Φοίνικα. Ο Β. Π. «εξαφανίζει» τη σύγκρουση
- Αποσιωπώντας ότι ο Φοίνικας «κηρύσσει» την Επανάσταση στο Ιάσιο με το σύνθημα «ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»
- Μετουσιώνοντας τον χριστιανικό Φοίνικα σε «παμβαλκανική» Επανάσταση
- Συνδέοντας μόνον έμμεσα τον Φοίνικα με τη Φιλική Εταιρεία που «ανέχεται» τον Υψηλάντη και είναι άσχετη με τον Καποδίστρια
- Αποδίδοντας εθελοτυφλία / ιδιοτέλεια στον Ιωάννη Φιλήμονα
- Θεωρώντας δεδομένη την ιδρυτική ομάδα της Οδησσού, την οποία πλαγίως αμφισβήτησε μέχρι τέλους ο Φιλήμων
- Αποσιωπώντας ότι ο Φοίνικας «της Εταιρείας» θεσπίζεται ως κρατικό σύμβολο από την Δ΄ Εθνοσυνέλευση (1829), όταν ο Καποδίστριας λέει σχεδόν έξω από τα δόντια «κακώς καταργήθηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση»
- Αποδίδοντας στον «Έλληνα» εθνικό περιεχόμενο, υποσύνολο του «Βαλκάνιου»
Το ότι ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία του Φοίνικα και μιλάει -όπως και ο αδελφός Δημήτριος» για τον εγειρόμενο «ΦΟΙΝΙΚΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», δεν χρειάζεται απόδειξη. Είναι γεγονός το οποίο εξαφανίζεται ή υποβαθμίζεται τόσο από την παραδοσιακή όσο και από την μαρξιστική ιστορία. Μαζί με τον ΦΟΙΝΙΚΑ, εξαφανίζεται και η σημασία του ΕΛΛΗΝΑ, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του στις περιφερειακές και μη αμφίσημες προκηρύξεις (όπως ήταν η ισορροπιστική Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος).
Αναγκαζόμενος να δεχθεί ο Β. Π. ότι ο Φοίνικας εκφράζει την Φιλική Εταιρεία, χαρακτηρίζει την «Εξέγερση των Ελλήνων» ως «Παμβαλκανική». Ο μετουσιωτικός αναχρονισμός έρχεται να καλύψει την ξεκάθαρη σημασία «Έλληνας = Χριστιανός» στην Επανάσταση του Υψηλάντη και να τον εντάξει σ’ αυτούς που νοούν την «ελευθερία» με την κοσμική, νεωτερική σημασία. Ο χριστιανός δεν μπορεί να εξεγείρεται σύμφωνα με τον ορισμό της «ελευθερίας» που αντιλαμβάνεται ο Β. Π., άρα, επιλέγεται να χαρακτηριστεί «Βαλκάνιος». Η αξιωματική ταύτιση του Έλληνα με εθνικό και όχι με υπερεθνικό περιεχόμενο ανάγεται στην διαστρέβλωση της «Αναγέννησης» και του «Διαφωτισμού», θέματα που δεν θα αναλύσουμε εδώ. Το στοιχείο είναι από τα πλέον καίρια και εξηγεί την «παρεξηγημένη» έννοια «Φιλέλληνας» στο επίπεδο των επωνύμων αλλά και πολλών ανωνύμων οι οποίοι δεν δημιουργήθηκαν το 1821 αλλά τέσσερις αιώνες νωρίτερα. Ιστορικοί όπως ο Λεωνίδας Μοίρας σημειώνουν στοιχεία που ο Β. Παναγιωτόπουλος αρνείται να δει. Απομένει η επεξεργασία όχι σε επίπεδο στατιστικής, αλλά σε συνδυασμό με την ατεκμηρίωτη θεωρία της λαϊκής Οδησσού που ως δημοκρατική, αναζητά προϊστορία στην «Ελληνική Νομαρχία», ένα έργο που γράφτηκε από τη νεωτερικότητα του 1800 και κατέκρινε άμεσα ή έμμεσα την Επτάνησο Πολιτεία, τις εξελίξεις στη Σερβία και την καρδιά της υπερεθνικής Επανάστασης που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε Ήπειρο, Στερεά, Πελοπόννησο μετά το 1805.
Άραγε, δεν πρόσεξε ο Β. Π. ότι ο Κοραής (ο βασικότερος υποστηρικτής του κράτους των Γραικών) αποκαλεί «Φιλέλληνες» τους Ζωσιμάδες το 1803; Δεν βρήκε άλλες αντίστοιχες μαρτυρίες που βεβαιώνουν ότι ο εγειρόμενος «Έλληνας» δεν είναι ο ελληνόφωνος; Δεν πρόσεξε την δήλωση του Σπυρ. Γ. Θεοτόκη (1803) ότι Αναγεννηθέν το έθνος μας, ιδού: ανέκτησεν όνομα Ελληνικόν, πατρίδα Ελληνική και Ελληνικήν Ελευθερίαν; Γιατί ο Κοραής στάθηκε απέναντι σ’ αυτό το πρώτο Ελληνικό κράτος, την Επτάνησο Πολιτεία (1800-07); Γιατί προέτρεπε τους Ρωμαίους να θεωρούν εαυτούς «Γραικούς ή, έστω, Έλληνες»; Το γένος των Ρωμαίων (ορθοδόξων) ουδέποτε ονόμασε «Ρωμαϊκό» τον επαναστατικό στόχο, αλλά «Ελληνικό». Ας περάσουμε τώρα στο κεντρικό σημείο του προβλήματος: στην διαπίστωση ότι ο μεταναπολεόντειος ελληνικός στόχος συγκροτήθηκε από τη νεωτερικότητα.
Στοιχεία της ατελεύτητης άρνησης παραδοχής των ιστορικών δεδομένων
Όσα γράφει ο Β. Παναγιωτόπουλος, υποστηρίζονται λίγο ή πολύ από την πλειοψηφία των ιστορικών. Τι είναι αυτό που μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε «κραυγαλέα» την περίπτωσή του; Είναι το γεγονός ότι ο ίδιος δεν εκφράζει απλώς μια θεωρία για το 21 επικαλούμενος τα γνωστά, γενικόλογα επιχειρήματα μαρξιστικής φύσεως. Εντοπίζει τη νεωτερικότητα «στην πράξη», καθόσον εμφανίζεται ως ειδικός ερευνητής των μυστικών εταιρειών. Εξετάζει τη στάση του Υψηλάντη ως προς τη νομιμοποίηση που του παρέχει η Συνεδρίαση του Ισμαηλίου την 1/10/1820. Το τελευταίο προκύπτει από τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο Υψηλάντης έναντι της εκχώρησης εξουσίας που του παρέχει η πράξη της 12/4/1820 (Υψηλάντης-Μάνος-Ξάνθος) που με τη σειρά της απορρέει από το Συμφωνητικό της 22/9/1818 και την «ιδρυτική» 14/9/1814. Με άλλα λόγια, εξετάζει την τήρηση της «γραμμής της δημοκρατίας», η οποία κυρίως θεμελιώνεται στην μασονική ιδιότητα του Ξάνθου.
Στην άποψη αυτή συμπυκνώνεται το σύνολο σχεδόν των παράλογων επιχειρημάτων που συναρμολογούν μια «λογική» άποψη για το πώς τρεις ανώνυμοι κινητοποιούν ένα γένος που επιχειρεί σε διεθνές επίπεδο, με αξιώσεις και για μισόν αιώνα όχι μόνον την ανατροπή του 1453 αλλά την επανίδρυση του 330. Ακόμα όμως και στην υποθετική περίπτωση που ο στόχος άλλαξε και μετά το 1814 τμήμα του χριστιανικού γένους επανασχηματοποιήθηκε σε έθνος που ταυτοποιείται γλωσσικώς, ακόμα κι αν ο υπερεθνικός στόχος μετασχηματίστηκε -για οποιουσδήποτε λόγους- σε εθνικό, ακόμα και τότε, η μεν δυνατότητα «του Ξάνθου» να κινητοποιεί «τον Μαυρομιχάλη» παραμένει μηδενική, η δε δραστηριότητα «των Ξάνθων» που αναζητούν επώνυμο αρχηγό στον «αντίπαλο ιδεολογικό χώρο» παραμένει μια ιστορική φαντασίωση που -αλίμονο- επιβεβαιώνεται διαρκώς από τα στοιχεία που έρχονται στο φως επί δυο αιώνες.
Συνεπώς, το «κραυγαλέο» της περίπτωσης έγκειται στην ποιότητα και στον όγκο του παραλογισμού. Και βλέπει ως βέβαια όσα (αναπόδεικτα) είναι ιστορικώς απίθανα, και αρνείται να δει τα συντριπτικά στοιχεία στον τομέα που έχει επισταμένως μελετήσει. Προσδίδει επιλεκτική εγκυρότητα στην αφήγηση του Ξάνθου, όταν ο ίδιος ο Ξάνθος λέει από το 1827 με τον τρόπο του «χρησιμοποιούμαι ώστε να τροποποιηθεί το αφήγημα της Οδησσού που όλοι γνωρίζουμε ότι αποτελεί το ζωτικό ψεύδος της Επανάστασης». Το γιατί χρησιμοποιείται και από ποιούς δεν αποτελεί πρόβλημα. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο Β. Παναγιωτόπουλος είναι: α) ότι ο Ξάνθος είναι τέκτονας και β) ότι ο τεκτονισμός της εποχής αποτελεί τον προθάλαμο των επαναστατικών ιδεών. Πρόκειται για δυο σωστά στοιχεία που πιστοποιούν μόνον ότι οι φράσεις δηλώνουν, παραλείποντας την βασική διαπίστωση της προσπάθειας που γινόταν από τα μέσα του 18ου αι. ώστε να γίνει «αξιοκρατικός» από κληρονομικός ο τεκτονισμός.
Ως προς την ιστορία της Φιλικής: ενώ ο 19ος αιώνας πέρασε κυρίως με την ζώσα, προφορική παράδοση και την παρασκηνιακή μάχη Ξάνθου-Αναγνωστόπουλου που λίγοι γνώριζαν, ο 20ος μετέφερε την μάχη ταυτότητας σε πολύ προβληματικότερο επίπεδο, με ευθύνη της παραδοσιακής πλευράς η οποία είχε αποδεχθεί ότι κάποιοι από τους τέσσερις συγκρότησαν επαναστατικό μηχανισμό στην Οδησσό, ενώ ο Καποδίστριας με τον Κοραή ενδιαφέρονταν μόνο για την έκδοση βιβλίων. Μετά την καταστροφή του 1922 και την θεωρία της ταξικής Επανάστασης, ένα βασικό πεδίο έρευνας φάνηκε να κλείνει:
Αν, παρά τις ευνοϊκές συνθήκες «ήττα του Βοναπάρτη & παρουσία του Καποδίστρια δίπλα στον τσάρο», η υπερεθνική ελληνική ιδέα -που είχε διακοπεί το 1807- αναγκάστηκε μεταξύ Βιέννης και Βατερλώ να υποδυθεί την έθνική, προκειμένου η Ρωσία και η Μ. Βρετανία να υποσχεθούν (άτυπα) την αναγνώριση ελληνικού κράτους μετά από νίκη επί των Οθωμανών, ενώ, ταυτόχρονα εγγυήθηκαν (άτυπα) και τα σύνορα του Οθωμανικού κράτους το οποίο ανησύχησε η δήλωση ευρωπαϊκής συμμαχίας στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Η αιτία υπογραφής και δεύτερης ευρωπαϊκής συμμαχίας (Τετραπλής) ήταν ήδη «εκτός ύλης».
Ενώ ως το 1950 είχαν προκύψει κι άλλες πηγές για την Εταιρεία, βασικά σημεία των ελλείψεων και των αντιφάσεων του Ξάνθου θ’ αποκαλύπτονταν μετά το 1975.
Το 1964 ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος αναλύει μια υπογραφή του Ξάνθου για να βεβαιώσει έμμεσα το συμπέρασμα του επαναστατικού στόχου («Οι τέκτονες και η Φιλική Εταιρεία«). Το 1986 ο Β. Παναγιωτόπουλος εντοπίζει ότι «Κάτι έγινε στην Πίζα το 1821». Το 2003 δεν αναλύει και δεν εντοπίζει. Απλώς συναρμολογεί στον 3ο τόμο της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού όλες τις εταιρικές και εθνικές «βεβαιότητες», προεκτείνοντας στο ιστορικό παρελθόν την «εθνική ιδέα των ελληνοφώνων» («Η Φιλική Εταιρεία – Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής επανάστασης»). Το 2015 γράφει σχεδόν ένα βιβλίο για την Φιλική Εταιρεία με τον ιδιαίτερα εκτεταμένο σχολιασμό της α’ ελληνικής έκδοσης των δυο Καντακουζηνών του 21. Συνεπώς, ο Β. Παναγιωτόπουλος υιοθετεί αλλά και προεκτείνει το συνολικό οικοδόμημα του Γκριγκόρι Αρς, επιχειρώντας να προσθέσει περαιτέρω εγκυρότητα και αξιοπιστία σ’ έναν εθνικό μύθο. Αφού λοιπόν εγκάλεσε τον «νεωτερικό» Υψηλάντη επειδή τον Φεβρουάριο του 21 αποκάλεσε «Έλληνα» τον ορθόδοξο, στη συνέχει εγκάλεσε και τον Ξάνθο:
«Κάτσε κάτω Ξάνθο, δεν ξέρεις εσύ» φαίνεται να λέει και μετά το 2000 ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος κάνοντας πως δεν πρόσεξε την επιβεβαίωση της αυτολογοκρισίας του 1845 και την προσπάθεια τρίτων να τον εισάξουν στον εθνικό μύθο από το 1827. Δεν χρειαζόταν βέβαια το «Αρχείο Ξάνθου» για να κατανοήσει ο ιστορικός ότι όσα έλεγαν όλοι για την Οδησσό ήταν τα αναγκαία ψεύδη απόκρυψης της Μόσχας, όμως μετά και την επίσημη επιβεβαίωση του μοναδικού μάρτυρα, λαϊκή Οδησσός που οδηγεί σε εθνική επανάσταση δεν υφίσταται. Τι κάνει μετά το 2000 ο Β.Π.; Όχι μόνον δεν αποκηρύσσει ως λανθασμένα όσα υποστήριζε, αλλά εμμένει στο ότι οι τέκτονες ανήκαν κυρίως στη λαϊκή τάξη, ότι οι τέκτονες διαφήμιζαν δημόσια την κρυφή τους ιδιότητα, ότι από το 1818 τα στελέχη της Εταιρείας «ξεχύνονταν σε αναζήτηση αρχηγού», ότι η Επανάσταση απέκτησε ωριμότητα επειδή ο Μαυροκορδάτος γνώρισε στην Πίζα τους Shelley και Gallina και ότι οι πρίγκιπες και οι φαναριώτες ήταν ξένα σώματα σε μια εθνική επανάσταση που -«αλίμονο»- στα μυαλά κάποιων φάνταζε υπερεθνική. Και πώς ονομάζει αυτή την υπερεθνικότητα; Ούτε το όνομά της καταδέχεται ν’ αναφέρει. Αρκείται στον χλευασμό της με κοραϊκού τύπου προσδιορισμούς, θεωρώντας προφανώς ότι έτσι πιστοποίησε ξανά την ανωτερότητα της νεωτερικής ελευθερίας. Αυτή είναι η επιστημονική ιστορία μαρξιστικού τύπου, τουλάχιστον για τον Β. Παναγιωτόπουλο.
Μετά από τόση εθελοτυφλία δεν είναι δυνατόν να αναρωτηθεί ο Β. Παναγιωτόπουλος αν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε ανάγκη την παρότρυνση των ανωνύμων της Οδησσού. Πολύ περισσότερο, δεν αναρωτιέται γιατί οι τρεις μέγιστοι διεθνιστές Καποδίστριας, Κοραής, Μπένθαμ, υποστηρίζουν μια εθνική Επανάσταση ενώ διαφωνούν μεταξύ τους.
«Βαλκάνια»: ένας χώρος «ατελέστερων συνθηκών» όπου η «σύγχρονη ελευθερία» υλοποιείται αναγκαστικά με Επανάσταση
Ο προφορικός λόγος επιβεβαίωνε το γραπτό. Στο περιθώριο του νεωτερικώς φανατισμένου 1821 – Η γέννηση ενός έθνους του ΣΚΑΪ (2011), έγινε και μια συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως, υπό τον Αλέξη Παπαχελά. Η σύνθεση των συνομιλητών προοιώνιζε μια άκρως άγονη αντιπαράθεση (Βερέμης, Παναγιωτόπουλος, μ. Άνθιμος, Γιανναράς). Ο τελευταίος ήταν ο μόνος που -θεωρητικά- θα μπορούσε να υποστηρίξει μια μη μαρξιστική άποψη. Αδύνατον όμως, αφού παρέμεινε εγκλωβισμένος στον αριστερισμό της παραδοσιακής άποψης πως ο διαφωτισμός ήρθε να διαλύσει το θεσμικό εκκλησιαστικό σκότος. Η ευκαιρία του καθαρά ιδεολογικού ερωτήματος «Δύση ή χάος μετά το 1821;» αξιοποιήθηκε από τον Β. Παναγιωτόπουλο που δήλωσε ότι όπως και στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, έτσι και στις αρχές του 21ου αιώνα, τα αποτελέσματα των ιστορικών ερευνών για το 21 δείχνουν «νεωτερικότητα» σε ποσοστό συντριπτικό. Με βάση το μη ιστορικό ερώτημα, ο κ. Παναγιωτόπουλος είχε την ευκαιρία να μπερδέψει το πολιτικώς επιθυμητό με το ιστορικό γεγονός. Μπέρδεψε το τι είδους κράτος έγινε -σταδιακά- το ελλαδικό με το τι είδους κράτος επεδίωκαν οι σχεδιαστές της Επανάστασης. Αλλά πώς θα μπορούσε αυτό να σημειωθεί, όταν ΟΛΟΙ συμφωνούσαν πώς η ιδέα της Επανάστασης ξεκίνησε από τους Σκουφάδες της Οδησσού οι οποίοι ξεγέλασαν και παρέσυραν τους Μαυρομιχάληδες του Μωρηά, τους Βλαντιμιρέσκου της Βλαχίας, τους Σούτσους του Ιασίου, και -τέλος- τους Καποδίστριες της αριστοκρατίας;