“Βυζάντιο” ἡ Καρλομάγνος; Ποιές είναι οι αληθινές ρίζες τῆς σύγχρονης Eὐρώπης; Μέρος Β.
του Μάνου Χατζιδάκι, ιστορικού – συγγραφέα*
Εάν ὁ δεύτερος πυλώνας τῆς σύγχρονης Εὐρώπης εἶναι ὁ Χριστιανισμός, τό πρῶτο Χριστιανικό Κράτος τῆς Οἰκουμένης ὑπῆρξε τό “Bυζαντινό” πού κατά τόν John C. Carr ἀπετέλεσε τήν «μεγαλύτερη χριστιανική δύναμη τῆς ἐποχῆς της καί πιθανῶς ὅλων τῶν ἐποχῶν», ἡ ὁποία διαμόρφωσε ἕνα «”χριστιανικό ἔθνος” (καί μετά τό 1054 ἕνα ἀνατολικό ὀρθόδοξο ἔθνος) οἰκοδομημένο πάνω στόν ρωμαϊκό νόμο καί τήν ἑλληνική γλῶσσα καί παιδεία».[31]
Ἐκεῖ ἔγιναν ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού καθόρισαν τό Χριστιανικό δόγμα μέχρι τό Σχίσμα του 1054:
– Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 325 στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Συμμετεῖχαν 318 κληρικοί -οἱ περισσότεροι Ἕλληνες- καί προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Κωνσταντίνος, παρότι δέν εἶχε βαπτισθεῖ- ὁμιλώντας τήν ἑλληνική. Σέ αὐτήν συντάχθηκαν γιά πρώτη φορά καί τά 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καί 20 Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες.
– Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 381 στήν Κωνσταντινούπολι καί συμπλήρωσε τό “Σύμβολον τῆς Πίστεως”, ὁρίζοντας ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «σύν Πατρί καί Υἱῶ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον» καί «ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον».
– Γ’ Οἰκουμενική Σύνόδος: Ἔγινε τό 431 στήν Ἔφεσο.
– Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 451 στήν Χαλκηδόνα.
– Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Έγινε τό 553 στήν Κωνσταντινούπολι.
– ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 680 στήν Κωνσταντινούπολι ἡ ὁποία ὀνομάσθηκε καί «Ἐν Τρούλλῳ» Σύνοδος, διότι ἔλαβε χώρα στήν θολωτή αἴθουσα τοῦ Μεγάλου Παλατίου
– Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 692 καί ἐξέδωσε τούς 102 Κανόνες πού ἀπέβλεπαν στήν κωδικοποίησι τῆς κανονικῆς νομοθεσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
– Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος: Ἔγινε τό 787 στήν Νίκαια.
Σέ αὐτό το Κράτος λοιπόν διεμορφώθη ἀποκλειστικά ὁ Χριστιανισμός ὡς θρησκεία.
Ἡ κωδικοποίησις καί διάδοσις του Ρωμαϊκού Δικαίου
Τό “Βυζάντιο” ἀποτελοῦσε ὀργανική συνέχεια τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Φυσικά μέ ἄλλη πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολις ἀντί Ρώμης), ἄλλη ἐθνογραφία (Ἕλληνες καί ἐξελληνισμένοι ἀντί Λατίνων), ἄλλη θρησκεία (Χριστιανισμός ἀντί παγανισμοῦ) καί ἄλλη γλῶσσα (ἑλληνική ἀντί λατινικῆς).[32]
Ὑπῆρξε δηλαδή Αὐτοκρατορία «ἑλληνική συγχρόνως καί ρωμαϊκή»,[33] γι’ αὐτό τό «Ρωμαῖος» κατέληξε νά σημαίνη πλέον «τόν Ἕλληνα καθ’ ὅλου, τόν χριστιανόν φυσικά Ἕλληνα».[34]
Ἐάν ὁ τρίτος πυλώνας τῆς σύγχρονης Εὐρώπης εἶναι τό Ρωμαϊκό Δίκαιο, τότε ἡ Ελληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας εἶναι ἐκείνη πού τό κωδικοποίησε, τό ἀνέπτυξε καί τό διέδωσε στήν Εὐρώπη:
– Τό 439 ἔχουμε τήν πρώτη ἐπίσημη κωδικοποίησι τοῦ Δικαίου μετά τήν Δωδεκάδελτο μέ τόν “Θεοδοσιανό Κώδικα”.
– Τό 529 ἐκδίδεται ἀπό Ἕλληνες νομομαθεῖς ὁ “Ἰουστινιάνειος Κώδικας”, ὁ ὁποῖος κυκλοφορεῖ σέ συμπληρωμένη ἔκδοσι τό 534.
– Τό 533, 16μελής Ἐπιτροπή ὑπό τόν Ἕλληνα Τριβωνιανό ἐκδίδει τόν “Πανδέκτη” πού ἀποτελεῖτο ἀπό 50 βιβλία καί ἀποδελτίωσαν 2.000 ἔργα κλασικῶν νομικῶν καί οἱ “Εἰσηγήσεις” σέ 4 βιβλία καί νέος κανονισμός λειτουργίας νομικῶν σπουδῶν.
Τό Ἰουστινιάνειο Δίκαιο, (Corpus Iuris Civilis) καί τά ἀπανθίσματά του ὅπως ἡ «Ἐκλογή τῶν Νόμων» (726), ὁ «Πρόχειρος Νόμος» (870) καί τά «Βασιλικά» (888) ἀπετέλεσαν τήν βάσι τῆς νομικῆς σκέψεως ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης: καί ὑπῆρξε τό πρότυπο τοῦ Ναπολεόντειου Κώδικος.
Ἀπό τόν 12ο αἰώνα τά νεότευκτα κράτη τῆς Δύσεως μέ βάσι αὐτά θεμελίωσαν τό ἀστικό τους δίκαιο καί διεμόρφωσαν τούς κανόνες κοινωνικῆς συμβιώσεως καί κρατικῆς λειτουργίας.
Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl: «…ξαναδίδαξε ἀργότερα στή Δύση τήν ἰδέα τοῦ Κράτους καί τίς ἀρχές τῆς κοινωνικῆς ὀργάνωσης. Ἐξ’ ἄλλου, διαποτίζοντας τήν αὐστηρότητα τοῦ παλαιοῦ ρωμαϊκοῦ δικαίου μέ τό νέο πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ, εἰσήγαγε στό νόμο μία ἄγνωστη ὥς τότε μέριμνα γιά κοινωνική δικαιοσύνη, δημόσια ἠθική καί ἀνθρωπισμό».[35]
Παράλληλα, σέ αὐτό καί μόνο ὑπῆρχαν Νομικές Σχολές καί παραγωγή νομικῶν. Το 1045 λειτούργησε μάλιστα τό «Διδασκαλεῖον Νόμων» Πρόκειται γιά Νομική Σχολή πού ἐγκαταστάθηκε στήν Μονή Ἁγίου Γεωργίου Μαγγάνων, μέ ὀγκώδη Βιβλιοθήκη καί δωρεάν ἐγγραφή γιά ὅλους.
Τό Καρλομάγνειο κρατικό μόρφωμα & ἡ Εὐρώπη
Παρότι, ὅπως εἴδαμε, τό “Βυζάντιο” ὑπῆρξε ἐκείνο πού διέσωσε τόν Ἑλληνισμό, θεμελίωσε τόν Χριστιανισμό καί κωδικοποίησε τό Ρωμαϊκό Δίκαιο, ἡ σύγχρονη Εὐρώπη θεωρεῖ ὡς ἀπαρχή της τόν Φράγκο[36] ρήγα Κάρολο Α’ (768 – 814) ἐπονομαζόμενο καί “Καρλομάγνο”[37] τόν ὁποῖο βάπτισε “Pater Europae” (Πατέρα τῆς Εὐρώπης). Γιατί ὅμως συνέβη αὐτό;
Μέ τήν ὑποστήριξι τῆς παπικῆς Ρώμης ὁ Κάρολος ἦταν ἤδη ἀπό τό 774 βασιλεύς της Ιταλίας καί κατέκτησε τά ἐδάφη τῆς ἄλλοτε Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐπιδιώκοντας νά ἐμφανισθῆ συνεχιστής της. Ἡ στέψις του ἀπό τόν πάπα Λέοντα ’Γ ὡς «Imperator Romanorum» (Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων) τά Χριστούγεννα τοῦ 800 ἀπετέλεσε τήν πρώτη στροφή τῆς παπικῆς Ρώμης πρός τούς Φράγκους.
Ἡ παπική κίνησις ἀμφισβητοῦσε εὐθέως τήν ἀποκλειστική κληρονομιά τῆς ρωμαϊκῆς παραδόσεως ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι.
Ἡ στέψις αὐτή ἀποτελεῖ κατά τόν Γερμανό Karl Krumbacher «τεχνητή της ρωμαϊκῆς ἀρχῆς ἀναβίωσι».[38] Καί ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ἡ οἰκουμένη διασπάσθηκε γλωσσικά, πολιτιστικά, πολιτικά καί θρησκευτικά σέ δύο χωριστά τμήματα».[39] Στό ἕνα κυριαρχοῦσε ὁ λατινογερμανικός κόσμος τῆς Δύσεως καί στό ἄλλο ὁ ἑλληνοβυζαντινός τῆς Ἀνατολῆς.
Ὅσον ἀφορά τήν σύντομη περίοδο τῆς λεγομένης Καρολίγγειας “Ἀναγεννήσεως”, κατά τόν Paul Lemerle, «ὑπερτιμάται» ἀφοῦ εἶχε μόνολατινικό ὑπόβαθρο καί «ἡ ἑλληνική παιδεία δέν εἶχε καμιά συμμετοχή καί δέν ἔπαιξε κανένα ρόλο στή μεταρρύθμιση αὐτή»[40] Πράγματι, μόνο τό ἑλληνικό χειρόγραφό του Ψευδοδιονυσίου Ἀρεοπαγίτου φθάνει τό 827 στήν Δύσι ὡς δῶρο τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Τραυλοῦ στόν Λουδοβίκο τόν Εὐσεβῆ.
Ἡ Δύσις βρίσκεται σέ μία σκοτεινή ἀκόμα ἐποχή»[41] ἐνῶ στήν Ἀγγλία «τά κάλυψε ὅλα ἡ νορμανδική κατάκτηση καί στήν ἠπειρωτική Εὐρώπη τό μεγάλο σκοτάδι τοῦ 10ου αἰώνα».[42]
Τό κράτος του ἐπέζησε μόνο μία γενεᾶ. Μέ τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ του Λουδοβίκου, διαμελίσθηκε μεταξύ τῶν υἱῶν του, γεγονός πού ὁδήγησε στήν δημιουργία τῶν κρατῶν τῆς Γαλλίας καί τῆς Γερμανίας.
Ὁ Καρλομάγνος θεωρεῖται πώς «ἐνοποίησε τήν γερμανική, τήν ρωμαϊκή καί τήν χριστιανική παράδοση σέ ἔνα οἰκοδόμημα». Πρόκειται ξεκάθαρα γιά ἀνθελληνική γερμανική καπηλεία τοῦ ρωμαϊκοῦ “κεκτημένου” μέ τήν συμπαιγνία τῆς παπικῆς Ρώμης κατά τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἰδού γιατί, κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη – Ἀρβελέρ εἶναι «ἀνιστόρητη τάση»[43] νά θεωρεῖται τό κρατικό μόρφωμα τοῦ Καρλομάγνου ὡς ἀρχῆ τῆς Εὐρώπης.
Όρθά γράφει ὁ Ἰωάννης Παναγιωτακόπουλος: «μέ τόν Καρλομάγνο γίνεται ἡ ἀρχή τῆς χωρισμένης -καί ὄχι τῆς ἑνωμένης- Εὐρώπης. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Καρλομάγνου ὡς “πατέρα τῆς Εὐρώπης”, προϋποθέτει τήν κατανόηση ὁλόκληρης τῆς Ἠπείρου ὡς γαλλογερμανικῆς περιφέρειας. Ὡς ἐκ τούτου, μᾶλλον ἀποτελεῖ περισσότερο ἕνα σωβινιστικό-πολιτικό ἀφήγημα παρά ἕνα ἱστορικό συμπέρασμα.
Τό σκηνικό ἐπαναλήφθηκε τό 962 ὅταν ὁ βασιλεύς τῆς Γερμανίας Ὄθων Α’ ἐστέφθη ἀπό τόν πάπα Ἰωάννη ΙΒ’ ὡς «Imperator Romanorun». Ὁ κάτοχος τοῦ τίτλου «τῶν Ρωμαίων» ἀπηχοῦσε τόν κληρονόμο καί συνεχιστῆ τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορικῆς ἰδέας. Γι’ αὐτό τόν διεκδικοῦσαν οἱ Γερμανοί. Γι’ αὐτό ἔμεναν πεισματικά προσκολημμενοι σέ αὐτόν οἱ βυζαντινοί Ἕλληνες. Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «ἡ ἑλληνική ὑπερηφάνεια δυσκολεύτηκε νά δεχθεῖ αὐτό πού θεωροῦσε σφετερισμό».[45]
Ἀργότερα μάλιστα τό κρατικό αὐτό μόρφωμα μετονομάσθηκε ξεκάθαρα σέ «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους» καί περιελάμβανε κυρίως ἐδάφη τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης διαιρεμένα σέ ἐνίοτε ἄλληλοϋποβλεπομενα κρατίδια, πριγκιπάτα, δουκάτα κ.λπ.
Κατά τόν Paul Lemerle οἱ «Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου» τοῦ 10ου αἰῶνος, μέ τό ἐγκυκλοπαιδικό πάθος τους «νά ξαναβροῦν, νά ἀνακτήσουν νά διασώσουν»[46], διατήρησαν τήν ἑλληνική παιδεία ζωντανή ὅταν ἡ Δύσις ταλαντευόταν «ἀνάμεσα σέ τόσους λαούς μισοβάρβαρους ἀκόμα», μέ συνέπεια «ὁ βυζαντινός ἀνθρωπος τοῦ πρωίμου Μεσαίωνα νά εἶναι πολύ πιό κοντά μας ἀπό ὅτι ὁ σύγχρονός του τῆς Δύσης».[47]
Ἡ πρώτη σύγχρονη Εὐρωπαϊκή Αὐτοκρατορία
Κρτόπιν τῶν ἀνωτέρω εἶναι πασιφανές ὄτι τό “Βυζάντιο” ὑπῆρξε ἡ πρώτη σύγχρονη Εὐρωπαϊκή Αὐτοκρατορία. Καθῶς ἐπεξηγεῖ ἡ Averil Cameron: «Ἡ βυζαντινή ταυτότητα δέν ἦταν μόνο ἑλληνική. Τό Βυζάντιο ἀνῆκει σέ ὅλους. Ὁ “ἑλληνισμός” ἦταν στοιχεῖο σημαντικό, ἀλλά ὄχι ἀρκετό».[48] Καί αὐτό γιά 4 βασικούς λόγους:
α) Τά τρία στοιχεῖα: Ἑλληνοσύνη – Χριστιανοσύνη – Ρωμιοσύνη: Kατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη – Ἀρβελέρ ἡ ὕπαρξίς του βασίσθηκε στά τρία στοιχεῖα: «τή χριστιανοσύνη, τή ρωμιοσύνη καί τήν ἑλληνοσύνη, πού ἀναδεικνύουν ὡς πρώτη εὐρωπαϊκή αὐτοκρατορία, τήν αὐτοκρατορία τοῦ ἑλληνισμοῦ τῶν μέσων χρόνων».[49]
Αὐτό ἐπισημαίνει καί ἡ Cécile Morisson γράφοντας: «Τά τρία συνδετικά στοιχεῖα, τό ρωμαϊκό, τό χριστιανικό καί τό ἑλληνικό καθορίζουν τήν κληρονομιά πού μεταβιβάσθηκε ἀπό τό Βυζάντιο».[50]
Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Louis Brehier, ἐπεξηγώντας: «Τό Βυζαντινό Κράτος εἶναι ἡ ὀργανική ἀνάπτυξις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά ἔγινε ἑλληνικό καί χριστιανικό καί βρίσκουμε σέ αὐτό ἑνωμένα τά τρία θεμελιώδη στοιχεῖα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ: τόν Ἑλληνισμό, τό Ρωμαϊκό Δίκαιο καί τόν Χριστιανισμό».[51]
Συνεπῶς, ἡ Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας ὑπῆρξε ἡ πραγματική ἀπαρχή τῆς σύγχρονης Εὐρώπης ἀφοῦ ὄχι μόνο διέσωσε τόν Ἑλληνικό Πολιτισμό, ἀνέπτυξε τό Ρωμαϊκό Δίκαιο καί διαμόρφωσε τόν Χριστιανισμό.
β) Πολιτισμικά δέν ἔζησε Μεσαίωνα: Στήν πραγματικότητα, τό Κράτος αὐτό δέν ὑπῆρξε ποτέ μεσαιωνικό.
Ὁ βυζαντινός Ἑλληνισμός δέν ἔζησε Μεσαίωνα. Ὅπως τονίζει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη – Ἀρβελέρ «ἡ ἔννοια τοῦ μεσαίωνα δέν ἁρμόζει στή βυζαντινή πραγματικότητα, παρά μόνο ὡς χρονική ἀναφορά σχετικά μέ τή Δύση».[52]
Τήν ἐποχή πού στήν Δύση ἐπικρατοῦσε ὁ σκοταδισμός τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, ἡ βυζαντινή νομοθεσία ἀπαγόρευε τό «μετά βασάνων ἐξετάζεσθαι». Ἡ «φιλανθρωπία» ἀποτελοῦσε τήν ἀνώτατη βασιλική ἀρετή. Ἡ διπλωματία ἐργαζόταν ὡς «εἰρηνοποιός», τό ἐμπόριο διεξαγόταν μέ νόμισμα. Τό “φεουδαρχικό” σύστημα ἦταν ἄγνωστο. καί τόν 12ο αἰώνα καταργήθηκε καί ἡ ἔννομη δουλεία.
Ὅπως γράφει ὁ Augustin Marrast «Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν ἡ ἐμπορική καί θρησκευτική μητρόπολις, ἡ πρωτεύουσα τοῦ Πολιτισμοῦ τῶν Μέσων Χρόνων».[53]
Παράλληλα, ἐκχριστιανίζει Σλαύους, Βουλγάρους καί Ρώσους καί δείχνει τήν ἱκανότητά της «νά ἐκπολιτίζει τούς καθυστερημένους λαούς καί νά τούς γαλουχή στά νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς προγονικῆς πολιτιστικῆς σοφίας»[54], γεγονός πού ὑπῆρξε ἀπό «τά λαμπρότερα κατορθώματα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας».[55]
Κατά τόν Louis Brehier ἡ Αὐτοκρατορία λειτουργοῦσε ὡς «Προπύργιο τῆς Εὐρώπης» καί ὡς «βιβλιοθηκάριος τῆς ἀνθρωπότητος»[56], ἐνῶ «μέ τόν ἐκχριστιανισμό τῶν Σλαύων, ἐπεξέτεινε τά ὅρια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ».[57]
Ἑρμηνεύοντας αὐτά τά γεγονότα ὁ Edward Foord ἔγραψε ὅτι ἀπό τόν 5ο αἰώνα καί: «γιά τά ἑπόμενα 800 ἔτη μέ τόν πολιτισμό της ἀπετέλεσε τήν ἀσπίδα τῆς Εὐρώπης» Συμπληρώνοντας: «Στό σκοτάδι τοῦ Μεσαίωνος ἡ Αὐτοκρατορία διαφύλαξε τίς παραδόσεις, τίς ἐπιστῆμες, τήν τέχνη, τήν φιλολογία. Γιά αἰῶνες προσέφερε τήν ἀσφάλεια καί τήν εὐημερία τῶν πολιτῶν της μέ ἕνα τρόπο τόν ὁποῖο ἡ Δύσις τόν ἀνεκάλυψε στίς ἡμέρες μας».[58]
γ) Προμαχώνας τῆς Εὐρώπης: Σώζει δύο φορές τήν Εὐρώπη ἀπό τήν μουσουλμανική πλημμυρίδα (674 – 678 καί 717 – 718). Και συνεπῶς γίνεται «ὁ προμαχώνας τῆς Εὐρώπης κατά τῆς Ἀσίας».[59]
Πράγματι ἐάν εἶχε πέσει ἡ Κωνσταντινούπολις εἴτε τό 674 – 678 ἐπί Κωνσταντίνου Δ’ εἴτε τό 717 – 718 ἐπί Λέοντος Γ’, θά ἐπακολουθοῦσε ὁ ἀναπόφευκτος ἐξισλαμισμός ὁλόκληρης τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου μέχρι τόν Δούναβη.[60] Ἦταν λοιπόν νίκες τῆς Εὐρώπης! Γι΄αὐτό ὁ Vasiliev γράφει: «ὁ Λέων ἔσωσε ὄχι μόνο τή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία… ἀλλά ὅλο τόν πολιτισμό τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ὁ Ἄγγλος ἱστορικός Μπιούρυ ὀνομάζει τό ἔτος 718 “οἰκουμενική χρονολογία”… Ἐξεταζομένη ὑπό αὐτό τό πρῖσμα, ἡ νίκη τοῦ Λέοντος ἀπόκτα παγκόσμια ἱστορική σημασία».[61] Καί ὁ John Julius Norwich καταλήγει: «ὁ Λέων Γ΄ἔσωσε τόν δυτικό κόσμο».[62]
δ) Ὁ μοναδικός εὐρωπαϊκός πολιτισμός ἐπί 7 αἰῶνες: Κατά τόν Cyril Mango: «ὑπῆρξε πραγματικά τό μόνο ὀργανωμένο κράτος δυτικότερα τῆς Κίνας, πού διέθετε ἀδιάλειπτη ἱστορική πορεία ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι τήν αὐγή τῆς σύγχρονης ἐποχῆς»[63], δημιουργώντας τόν μοναδικό εὐρωπαϊκό πολιτισμό γιά περίπου 7 αἰῶνες, μέχρι τουλάχιστον τόν 11ο αἰώνα ὁπότε διαμορφώθηκαν τά δυτικά κράτη.
Ὅπως καταλήγει ὁ Γάλλος βυζαντινολόγος Charles Diehl: «ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία ὑπῆρξε ἡ ἕδρα ἑνός λαμπροῦ πολιτισμοῦ, ἀσφαλῶς ἑνός ἀπό τούς λαμπρότερους πού γνώρισε ὁ μεσαίωνας καί ἴσως τοῦ μοναδικοῦ πολιτισμοῦ πού γνώρισε πραγματικά ἡ Εὐρώπη ἀνάμεσα στά τέλη τοῦ 5ου καί στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰώνα».[64]
Οἱ ρίζες λοιπόν τῆς σύγχρονης Εὐρώπης ἀνάγονται στήν Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας καί μόνο…
To τελευταίο πόνημα του Μάνου Χατζιδάκη είναι το “Αυτοκρατορικός Ελληνισμός 324 μ.Χ – 1081 μ. Χ. Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή Περίοδος: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την Άνοδο των Κομνηνών” και κυκλοφορεί από τις “Εκδοσεις Πελασγός”
[31] «Ἡ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν» σελ. 41, 134
[32] («Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 90.
[33] Ι. Καραγιαννόπουλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.
[34] Karl Krumbacher «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 24.
[35] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 21.
[36] Γερμανικό φύλο.
[37] Ὁ Κάρολος Α’ ἦταν πρωτότοκος υἱός καί ἀπό τό 768 διάδοχος τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Πιπίνου Βραχέως ὁ ὁποῖος -λόγω τῆς ἀδιαφορίας τοῦ Κωνσταντίνου Ε’- κατέκτησε τό Ἐξαρχᾶτο τῆς Ραβέννας καί τό παρεχώρησε στόν Πάπα (Πιπίνου δωρεά).
[38] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 27
[39] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 57.
[40] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 22
[41] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 15
[42] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός», σελ. 24
[43] «Γιατί τό Βυζάντιο» σέλ. 255
[44] «Οἱ βυζαντινές ρίζες τῆς Εὐρώπης καί ἡ θεωρία τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀφειλῆς στό Ἰσλάμ», ἐκδ. Πελασγός
[45] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 55. Τήν ἐποχή ἐκείνη Αὐτοκράτωρ στήν Κωνσταντινούπολι ἦταν ὁ Νικηφόρος Β’ Φωκᾶς. Για να νομιμοποιηθῆ ὁ Ὄθων Α’ τοῦ ἀπέστειλε τό 968 ὡς πρέσβυ τόν Λιουτπράνδο τῆς Κρεμώνας για νά διαπραγματευθῆ συνοικέσιο τοῦ υἱοῦ του μέ μία πορφυρογέννητη πριγκήπισσα. Πολύ χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστολή τοῦ πάπα τῆς Ρώμης πού ἔφερε ὁ Λιουτπράνδος, ἔγραφε: «Ad Nicephorum Phocam Graecorum Imperatorem», δηλαδή: «Στόν Νικηφόρο Φωκᾶ Αὐτοκράτορα τῶν Γραικῶν». Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev «ὁ Πάπας ἄρχισε νά τόν προσφωνεῖ “Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων” δίνοντας τόν τίτλο τοῦ “Αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων” -ἐπίσημο τίτλο τῶν Ἀρχόντων τοῦ Βυζαντίου- στόν Ὄθωνα τῆς Γερμανίας». («Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 427). Φυσικά, οὔτε τό συνοικέσιο, οὔτε ὁ χαρακτηρισμός ἔγιναν ἀπόδεκτα στήν Βασιλεύουσα.
[46] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 276
[47] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 283, 284.
[48] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 158
[49] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 254
[50] Ἄρθρο στήν ἐπιθεώρησι «Commentaires» σελ. 308
[51] «Le developpement des etudes d’ histoire Byzantine, Revue d’ Auvergne» τ. 18 σελ. 34
[52] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 28
[53] «Esquises Byzantines» (1874)
[54] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 158.
[55] Δ. Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 – 1071» σελ. 233.
[56] «Le developpement des etudes d’ histoire Byzantine, Revue d’ Auvergne» τ. 18 σέλ. 34
[57] «Le Monde byzantin, Volume 1: Vie et mort de Byzance» (1947 – 50).
[58] «The Byzantine Empire: The Rearguard of European Civilization»
[59] Ι. Καραγιαννόπουλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.
[60] Γι’ αὐτό καί ὑπῆρξε νίκη σημαντικότερη ἀπό τήν μετέπειτα νίκη τοῦ Καρόλου Μαρτέλ κατά τῶν Ἀράβων στό Πουατιέ τό 732.
[61] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 301.
[62] «Βυζάντιο: Οἱ Πρῶτοι Αἰῶνες» σελ. 364.
[63] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 32
[64] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», τόμος B’, σελ. 294.